ποντικός
German (Pape)
[Seite 681] aus, von, in dem Meere, s. N. pr.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ον, ΜΑ πόντος
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ποντικός
η νυφίτσα
αρχ.
1. ο σχετικός με τον Πόντο ή αυτός που προέρχεται από τον Πόντο
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ποντικός
ονομασία ενός μήνα στη Γορτυνία
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ποντικόν
είδος οπωροφόρου δένδρου στη Σκυθία, πιθ. η δαμασκηνιά
4. φρ. α) «Ποντικὴ ῥίζα» — η γλυκόρριζα
β) «Ποντικὸν κάρυον» — το λεπτοκάρυον
γ) «ρέον Ποντικόν» — το φαρμακευτικό φυτό ρήον, το ραβέντι
δ) «μῦς ὁ Ποντικὸς ὁ λευκός» — είδος νυφίτσας.
(II)
ο, ΝΜ
1. ζωολ. γενική κοινή ονομασία μυόμορφων τρωκτικών της οικογένειας muridae, με μακριά ουρά, αιχμηρό ρύγχος, μεγάλα μάτια και πτερύγια τών αφτιών και με λείο τρίχωμα, το ποντίκι
2. ο μυς του σώματος, ο μυώνας («μύες δὲ σάρκες συνεστραμμέναι καὶ νευρώδεις, ἃς οἱ κοινολεκτοῦντες ποντικοὺς φασί, μεταληπτικῷ τινι τρόπῳ
Μύας γὰρ ἱστορουμένους Ποντικούς, ἐκεῖθεν τοὺς ἐπὶ σαρκῶν μύας οὕτως ὀνομάζειν διακρίνουσι», Ευστ.)
νεοελλ.
1. φρ. «σιγά μη στάξει η ουρά του ποντικού» — λέγεται για εκείνους που ασχολούνται με επουσιώδη και ασήμαντα πράγματα
2. παροιμ. α) «ο ποντικός στην τρύπα του δε χώραγε, έσερνε και κολοκύθια» — λέγεται για εκείνους που αναλαμβάνουν υποχρεώσεις ανώτερες από τις δυνάμεις τους
β) «ένας ποντικός έφαγε τ' αλεύρι, όλοι το φάγανε» ή «ένας ποντικός τρύπησε το σακί το αλεύρι, οι ποντικοί το φάγανε» — ένας είναι ο πραγματικός ένοχος, όμως ενοχοποιείται το σύνολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του επιθ. ποντικός (μῦς) «είδος νυφίτσας» (< Πόντος). Κατ' άλλη άποψη, όμως, το επίθ. ποντικός (μῦς) προέρχεται από το προσηγορικό πόντος
και έχει τη γενικότερη σημ. «θαλάσσιος μυς τών πλοίων». Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως επιθετ. προσδ., ενώ στη συνέχεια ουσιαστικοποιήθηκε κατά παράλειψη της λ. μῦς (πρβλ. και αρουραίος < ἀρουραῖος μῦς). Για τη σημ. της λ. «μυς του σώματος» βλ. λ. μυς].
Greek Monotonic
ποντικός: -ή, -όν, αυτός που κατάγεται από τον Πόντο, Ποντικός, ποντικὸν δένδρεον, πιθ. η κουφοξυλιά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ποντικός: ὁ Arst. = Ποντικὸς μῦς (см. Ποντικός).
Léxico de magia
-όν subst., tipo de ratón o comadreja αἷμα ποντικοῦ καὶ γράψον (toma) sangre de ratón y escribe SM 97ue 7