κερτομώ: Difference between revisions
From LSJ
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κερτομῶ, -έω (ΑΜ)<br />[[κεντώ]] την [[καρδιά]] κάποιου με χλευαστικούς λόγους, [[πικραίνω]], [[περιπαίζω]], [[πειράζω]], [[σκώπτω]] κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῖν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ.<br />β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῖν | |mltxt=κερτομῶ, -έω (ΑΜ)<br />[[κεντώ]] την [[καρδιά]] κάποιου με χλευαστικούς λόγους, [[πικραίνω]], [[περιπαίζω]], [[πειράζω]], [[σκώπτω]] κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῖν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ.<br />β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῖν ἡμᾶς τόδ' [[αὖθις]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κέρτομος]]]. | ||
}} | }} |