ομιλία: Difference between revisions

No change in size ,  9 September 2022
m
Text replacement - "ικαῑς" to "ικαῖς"
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "ικαῑς" to "ικαῖς")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁμιλία]], Α ιων. τ. ὁμιλίη)<br /><b>1.</b> [[λόγος]] που εκφωνείται σε [[συγκέντρωση]], [[διάλεξη]] (α. «την [[Κυριακή]] θα γίνει [[ομιλία]] του βουλευτή στην [[πλατεία]] του χωριού» β. «η επί του όρους [[ομιλία]]»)<br /><b>2.</b> [[συνομιλία]], [[κουβέντα]] (α. «με την [[ομιλία]] ξέχασα να τηλεφωνήσω» β. ἐν ταῖς ἰδιωτικαῑς ὁμιλίαις», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> το [[είδος]] του κηρύγματος που συνδέεται [[στενά]] με συνεχές [[κείμενο]] ή [[περικοπή]] της Αγίας Γραφής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προφορική [[ανακοίνωση]], [[υπόμνηση]]<br /><b>2.</b> [[λαλιά]], [[μιλιά]], [[φωνή]]<br /><b>3.</b> ο [[τόνος]] της φωνής, η [[προφορά]] («από την [[ομιλία]] φαίνεται ότι [[είναι]] [[ξένος]]»)<br /><b>4.</b> <b>γλωσσ.</b> η εξωτερική [[πραγμάτωση]] ή [[εφαρμογή]] της όλης γλωσσικής έκφρασης του ανθρώπου, σε [[διάκριση]] από την εσωτερική [[πλευρά]] της, που [[είναι]] ο [[λόγος]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι ομιλίες</i><br />[[είδος]] λαϊκού θεάτρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστροφή]] («φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχέση]], [[επαφή]] με κάποιον (α. «ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι» — οι σχέσεις με τους Έλληνες, <b>Ηρόδ.</b><br />β. «συγγενεῑς ὁμιλίαι» — οι [[μεταξύ]] συγγενών σχέσεις, <b>Ευρ.</b><br />γ. «αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμιλίαι καὶ αἱ τών πραγμάτων» — [[συσχετισμός]] [[μεταξύ]] ανθρώπων και πραγμάτων, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> σαρκική [[μίξη]], [[συνουσία]]<br /><b>4.</b> [[εξάσκηση]] («ὁμιλέειν ὁμιλίῃ.» — να κατέχει [[κανείς]] [[κάτι]] με την [[εξάσκηση]], Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> (για [[πράγμα]]) συνηθισμένη [[χρήση]] («ἡ πλείστη [[ὁμιλία]] τοῦ ὀνόματος», Επίκ.)<br /><b>6.</b> [[σύλλογος]], [[εταιρεία]] («ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> (με περλπτ. σημ.) [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] («ἀδελφῶν ἡ παροῡσ' [[ὁμιλία]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ὁμιλίαι</i><br />[[τίτλος]] έργου του Κριτίου<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔχω ἔν τινι ὁμιλίαν» — ζω με κάποιον (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ἡ καθ' ἡμᾱς αὐτοὺς [[πολιτεία]] καὶ [[ὁμιλία]]» — ο [[δημόσιος]] και [[ιδιωτικός]] [[βίος]] μας (<b>Θουκ.</b>)<br />γ) «χθονὸς [[ὁμιλία]]» — [[αγάπη]] [[προς]] την [[πατρίδα]] (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «ἐξ ὁμιλίας» — με την [[πειθώ]], με τα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅμιλος]]. Αξιοσημείωτη [[είναι]] η [[εξέλιξη]] τών λ. [[ὁμιλία]], <i>ὁμιλῶ</i> από τη σημ. του [[ὅμιλος]] «συγκεντρωμένο [[πλήθος]] προσώπων» στη σημ. «[[συνδιαλέγομαι]], [[μιλώ]], [[συζητώ]]» από τη χριστιανική [[εποχή]] και ύστερα].
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁμιλία]], Α ιων. τ. ὁμιλίη)<br /><b>1.</b> [[λόγος]] που εκφωνείται σε [[συγκέντρωση]], [[διάλεξη]] (α. «την [[Κυριακή]] θα γίνει [[ομιλία]] του βουλευτή στην [[πλατεία]] του χωριού» β. «η επί του όρους [[ομιλία]]»)<br /><b>2.</b> [[συνομιλία]], [[κουβέντα]] (α. «με την [[ομιλία]] ξέχασα να τηλεφωνήσω» β. ἐν ταῖς ἰδιωτικαῖς ὁμιλίαις», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> το [[είδος]] του κηρύγματος που συνδέεται [[στενά]] με συνεχές [[κείμενο]] ή [[περικοπή]] της Αγίας Γραφής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προφορική [[ανακοίνωση]], [[υπόμνηση]]<br /><b>2.</b> [[λαλιά]], [[μιλιά]], [[φωνή]]<br /><b>3.</b> ο [[τόνος]] της φωνής, η [[προφορά]] («από την [[ομιλία]] φαίνεται ότι [[είναι]] [[ξένος]]»)<br /><b>4.</b> <b>γλωσσ.</b> η εξωτερική [[πραγμάτωση]] ή [[εφαρμογή]] της όλης γλωσσικής έκφρασης του ανθρώπου, σε [[διάκριση]] από την εσωτερική [[πλευρά]] της, που [[είναι]] ο [[λόγος]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι ομιλίες</i><br />[[είδος]] λαϊκού θεάτρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστροφή]] («φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχέση]], [[επαφή]] με κάποιον (α. «ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι» — οι σχέσεις με τους Έλληνες, <b>Ηρόδ.</b><br />β. «συγγενεῖς ὁμιλίαι» — οι [[μεταξύ]] συγγενών σχέσεις, <b>Ευρ.</b><br />γ. «αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμιλίαι καὶ αἱ τών πραγμάτων» — [[συσχετισμός]] [[μεταξύ]] ανθρώπων και πραγμάτων, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> σαρκική [[μίξη]], [[συνουσία]]<br /><b>4.</b> [[εξάσκηση]] («ὁμιλέειν ὁμιλίῃ.» — να κατέχει [[κανείς]] [[κάτι]] με την [[εξάσκηση]], Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> (για [[πράγμα]]) συνηθισμένη [[χρήση]] («ἡ πλείστη [[ὁμιλία]] τοῦ ὀνόματος», Επίκ.)<br /><b>6.</b> [[σύλλογος]], [[εταιρεία]] («ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> (με περλπτ. σημ.) [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] («ἀδελφῶν ἡ παροῦσ' [[ὁμιλία]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ὁμιλίαι</i><br />[[τίτλος]] έργου του Κριτίου<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔχω ἔν τινι ὁμιλίαν» — ζω με κάποιον (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ἡ καθ' ἡμᾶς αὐτοὺς [[πολιτεία]] καὶ [[ὁμιλία]]» — ο [[δημόσιος]] και [[ιδιωτικός]] [[βίος]] μας (<b>Θουκ.</b>)<br />γ) «χθονὸς [[ὁμιλία]]» — [[αγάπη]] [[προς]] την [[πατρίδα]] (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «ἐξ ὁμιλίας» — με την [[πειθώ]], με τα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅμιλος]]. Αξιοσημείωτη [[είναι]] η [[εξέλιξη]] τών λ. [[ὁμιλία]], <i>ὁμιλῶ</i> από τη σημ. του [[ὅμιλος]] «συγκεντρωμένο [[πλήθος]] προσώπων» στη σημ. «[[συνδιαλέγομαι]], [[μιλώ]], [[συζητώ]]» από τη χριστιανική [[εποχή]] και ύστερα].
}}
}}