συνάρμοση: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[συνάρμοσις]], -όσεως, ΝΜΑ [[συναρμόζω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[συναρμόζω]], [[επακριβής]] και αρμονική [[σύνδεση]] επιμέρους τμημάτων σε ένα ενιαίο [[σύνολο]], [[συναρμολόγηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> η [[συναρμογή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> <b>μουσ.</b> [[εναρμόνιση]]. | |mltxt=η / [[συνάρμοσις]], -όσεως, ΝΜΑ [[συναρμόζω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[συναρμόζω]], [[επακριβής]] και αρμονική [[σύνδεση]] επιμέρους τμημάτων σε ένα ενιαίο [[σύνολο]], [[συναρμολόγηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> η [[συναρμογή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> <b>μουσ.</b> [[εναρμόνιση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:50, 27 September 2022
Greek Monolingual
η / συνάρμοσις, -όσεως, ΝΜΑ συναρμόζω
η ενέργεια του συναρμόζω, επακριβής και αρμονική σύνδεση επιμέρους τμημάτων σε ένα ενιαίο σύνολο, συναρμολόγηση
νεοελλ.
τεχνολ. η συναρμογή
αρχ.
μτφ. μουσ. εναρμόνιση.