συναρμολόγηση

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια του συναρμολογώ, η σύνδεση επιμέρους τμημάτων για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου
2. τεχνολ. η συναρμογή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρμολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. συναρμολόγησις, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].