συναρμολόγηση: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[συναρμολογώ]], η [[σύνδεση]] επιμέρους τμημάτων για τη [[συγκρότηση]] ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[συναρμογή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναρμολογώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συναρμολόγησις</i>, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά]. | |mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[συναρμολογώ]], η [[σύνδεση]] επιμέρους τμημάτων για τη [[συγκρότηση]] ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[συναρμογή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναρμολογώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συναρμολόγησις</i>, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 27 September 2022
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια του συναρμολογώ, η σύνδεση επιμέρους τμημάτων για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου
2. τεχνολ. η συναρμογή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρμολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. συναρμολόγησις, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].