συνδικάτο: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[ένωση]] φυσικών ή νομικών προσώπων για την [[προάσπιση]] και [[εξυπηρέτηση]] τών [[κοινών]] οικονομικών ή επαγγελματικών τους συμφερόντων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εργατικά συνδικάτα» — οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τών εργαζομένων<br />β) «[[συνδικάτο]] του εγκλήματος»<br /><b>μτφ.</b> i) [[χαρακτηρισμός]] αποδιδόμενος διεθνώς σε συνασπισμένες οργανώσεις κακοποιών και [[ιδίως]] στη λεγόμενη [[μαφία]]<br />ii) [[κάθε]] ενιαία [[εμφάνιση]] και [[δράση]] μελών του υποκόσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>syndicat</i> <span style="color: red;"><</span> μεσ. λατ. <i>syndicatus</i> μτχ. παρακμ. του ρ. <i>syndico</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>syndicus</i> <span style="color: red;"><</span> [[σύνδικος]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συνδικάτον</i>, μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη]. | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[ένωση]] φυσικών ή νομικών προσώπων για την [[προάσπιση]] και [[εξυπηρέτηση]] τών [[κοινών]] οικονομικών ή επαγγελματικών τους συμφερόντων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εργατικά συνδικάτα» — οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τών εργαζομένων<br />β) «[[συνδικάτο]] του εγκλήματος»<br /><b>μτφ.</b> i) [[χαρακτηρισμός]] αποδιδόμενος διεθνώς σε συνασπισμένες οργανώσεις κακοποιών και [[ιδίως]] στη λεγόμενη [[μαφία]]<br />ii) [[κάθε]] ενιαία [[εμφάνιση]] και [[δράση]] μελών του υποκόσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>syndicat</i> <span style="color: red;"><</span> μεσ. λατ. <i>syndicatus</i> μτχ. παρακμ. του ρ. <i>syndico</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>syndicus</i> <span style="color: red;"><</span> [[σύνδικος]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συνδικάτον</i>, μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 27 September 2022
Greek Monolingual
το, Ν
1. ένωση φυσικών ή νομικών προσώπων για την προάσπιση και εξυπηρέτηση τών κοινών οικονομικών ή επαγγελματικών τους συμφερόντων
2. φρ. α) «εργατικά συνδικάτα» — οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τών εργαζομένων
β) «συνδικάτο του εγκλήματος»
μτφ. i) χαρακτηρισμός αποδιδόμενος διεθνώς σε συνασπισμένες οργανώσεις κακοποιών και ιδίως στη λεγόμενη μαφία
ii) κάθε ενιαία εμφάνιση και δράση μελών του υποκόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. syndicat < μεσ. λατ. syndicatus μτχ. παρακμ. του ρ. syndico < λατ. syndicus < σύνδικος. Η λ., στον λόγιο τ. συνδικάτον, μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].