δράση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM δρᾱσις)
1. πράξη, ενέργεια
2. η επενέργεια φυσικής ή ηθικής δύναμης
νεοελλ.
1. το σύνολο τών ενεργειών ενός προσώπου σε κάποιο πεδίο
2. ο ενεργός βίος ενός ανθρώπου
3. λογοτ. η ύπαρξη εναλλασσόμενων καταστάσεων, αλληλουχία γεγονότων, περιπετειών, αντιθέσεων κ.λπ., ώστε να διατηρείται αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή ή του αναγνώστη
4. φρ. α) «κοινωνική δράση» — η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο
β) «φιλανθρωπική δράση» — η προσφορά σε πάσχοντες και φτωχούς
γ) «εθνική δράση» — η προσφορά προς το έθνος
δ) «τρομοκρατική δράση» — η συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες
αρχ.
1. η ιδιότητα τών ενεργητικών ρημάτων
2. θυσία (κατά τον Ησύχιο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δρᾶ- (βλ. λ. δρω)].