συνδιοίκηση: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν [[συνδιοικώ]]<br /><b>1.</b> [[διοίκηση]] που ασκείται από κοινού<br /><b>2.</b> <b>(κοινων.)</b> καθεμιά από τις διάφορες μορφές συμμετοχής τών εργαζομένων στη [[διοίκηση]] και [[διαχείριση]] τών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων. | |mltxt=η, Ν [[συνδιοικώ]]<br /><b>1.</b> [[διοίκηση]] που ασκείται από κοινού<br /><b>2.</b> <b>(κοινων.)</b> καθεμιά από τις διάφορες μορφές συμμετοχής τών εργαζομένων στη [[διοίκηση]] και [[διαχείριση]] τών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:05, 27 September 2022
Greek Monolingual
η, Ν συνδιοικώ
1. διοίκηση που ασκείται από κοινού
2. (κοινων.) καθεμιά από τις διάφορες μορφές συμμετοχής τών εργαζομένων στη διοίκηση και διαχείριση τών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων.