διαχείριση
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
η (ΑΝ) και διαχειρισμός, ο (Α)
διεύθυνση, διοίκηση, επιστασία
νεοελλ.
ειδική υπηρεσία που διαχειρίζεται χρήματα ή υλικά.