συνεφαπτομένη: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 20:10, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν
μαθημ. τριγωνομετρική συνάρτηση που συσχετίζει κάθε γωνία με ορισμένο αριθμό ίσο με την εφαπτομένη του συμπληρώματος της γωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. του συνεφάπτομαι «συνάπτομαι, εφάπτομαι»].