μηδέν: Difference between revisions

No change in size ,  29 September 2022
m
Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (Α [[μηδέν]])<br /><b>1.</b> η απόλυτη [[απουσία]] του [[είναι]], το μη υπάρχον, η [[ανυπαρξία]], το [[τίποτε]] (α. «ο Θεός εποίησε τον κόσμο εκ του μηδενός» β. «ἡ ἡμετέρη εὐδαιμονίη... ἀπέρριπται ἐς τὸ [[μηδέν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσ. και πράγματα) [[μηδαμινός]], [[τιποτένιος]], [[ανάξιος]] λόγου (α. «η [[συμβολή]] του στην επιστημονική [[έρευνα]] [[είναι]] [[μηδέν]]» β. «τοιγὰρ σὺ δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν [[στέγος]], τὴν μηδὲν ἐς τὸ [[μηδέν]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> το [[μηδενικό]], το αριθμητικό [[σύμβολο]] 0, [[επειδή]] δεν εκφράζει [[καμιά]] [[ποσότητα]] ή [[μέγεθος]], το οποίο [[είναι]] το ουδέτερο [[στοιχείο]] της πρόσθεσης και το οποίο όταν τεθεί, στην [[περίπτωση]] του δεκαδικού συστήματος αρίθμησης, στα [[δεξιά]] ενός άλλου αριθμητικού συμβόλου, το δεκαπλασιάζει<br /><b>2.</b> η [[αρχή]], το κατώτατο όριο [[κάθε]] συνθηματικής μέτρησης ή υποδιαίρεσης, όπως π.χ. το [[μηδέν]] του θερμομέτρου, το [[σημείο]] που αρχίζει η [[τήξη]] του πάγου<br /><b>3.</b> (για [[βαθμολογία]]) ο [[κατώτατος]] [[βαθμός]] που δηλώνει [[έλλειψη]] [[κάθε]] ικανότητας ή αξίας, [[κουλούρα]]<br /><b>4.</b> <b>μουσ.</b> [[σύμβολο]] που χρησιμοποιείται για να δοθεί η [[οδηγία]] στον εκτελεστή έγχορδου οργάνου να αποδώσει το [[φθογγόσημο]] [[πάνω]] στο οποίο βρίσκεται η [[ένδειξη]] με ανοιχτή τη [[χορδή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σημείο]] [[μηδέν]]»<br /><b>(βαλλιστ.)</b> (σχετικά με πυρηνικό [[βλήμα]]) η κατακόρυφη [[προβολή]] [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] της Γης του σημείου στο οποίο έγινε η [[έκρηξη]] του βλήματος<br />β) <b>(φιλοσ.)</b> i) «απόλυτο [[μηδέν]]» ή «αρνητικό [[μηδέν]]» — η εννοιολογική [[άρνηση]] της πραγματικότητας και της δυνατότητας ύπαρξης του όντος<br />ii) «σχετικό [[μηδέν]]» ή «θετικό [[μηδέν]]» — η εννοιολογική [[άρνηση]] της πραγματικότητας [[αλλά]] όχι και της δυνατότητας του όντος («ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός»)<br />γ) «[[μηδέν]] εις το πηλίκον» — λέγεται για ανεπιτυχή [[ενέργεια]] ή για ασήμαντο [[αποτέλεσμα]]<br />δ) «[[μηδέν]] [[παρεξήγηση]]» — δεν υπάρχει [[λόγος]] παρεξήγησης, δεν πειράζει<br />ε) «ώρα [[μηδέν]]» — κρίσιμη, καθοριστική [[στιγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) [[καθόλου]], [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του [[μηδείς]].<br /> <b>(II)</b><br />(Μ [[μηδέν]] και μήδεν και μούδεν) αποφατικό [[μόριο]] που δηλώνει: 1. [[παραίνεση]], [[νουθεσία]], [[παράκληση]], [[απευχή]] να μη γίνει [[κάτι]] (α. «[[τίποτε]] μηδὲν θλίβεσαι, [[τίποτε]] μὴν λυπεῑσαι», Διγεν. Ακρ.<br />β. «[[μηδέν]] τ' ορίσει [[γεις]] Θεός [[ποτέ]], χρυσοκερά μου, τόσο [[κακό]] μη δούσινε τα μάτια τα δικά μου», Ερωφ.)<br /><b>2.</b> σκοπό<br /><b>3.</b> ενδοιασμό<br /><b>4.</b> [[άρνηση]] σε [[ευθεία]] [[ερώτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. της αντωνυμίας [[μηδείς]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (Α [[μηδέν]])<br /><b>1.</b> η απόλυτη [[απουσία]] του [[είναι]], το μη υπάρχον, η [[ανυπαρξία]], το [[τίποτε]] (α. «ο Θεός εποίησε τον κόσμο εκ του μηδενός» β. «ἡ ἡμετέρη εὐδαιμονίη... ἀπέρριπται ἐς τὸ [[μηδέν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσ. και πράγματα) [[μηδαμινός]], [[τιποτένιος]], [[ανάξιος]] λόγου (α. «η [[συμβολή]] του στην επιστημονική [[έρευνα]] [[είναι]] [[μηδέν]]» β. «τοιγὰρ σὺ δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν [[στέγος]], τὴν μηδὲν ἐς τὸ [[μηδέν]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> το [[μηδενικό]], το αριθμητικό [[σύμβολο]] 0, [[επειδή]] δεν εκφράζει [[καμιά]] [[ποσότητα]] ή [[μέγεθος]], το οποίο [[είναι]] το ουδέτερο [[στοιχείο]] της πρόσθεσης και το οποίο όταν τεθεί, στην [[περίπτωση]] του δεκαδικού συστήματος αρίθμησης, στα [[δεξιά]] ενός άλλου αριθμητικού συμβόλου, το δεκαπλασιάζει<br /><b>2.</b> η [[αρχή]], το κατώτατο όριο [[κάθε]] συνθηματικής μέτρησης ή υποδιαίρεσης, όπως π.χ. το [[μηδέν]] του θερμομέτρου, το [[σημείο]] που αρχίζει η [[τήξη]] του πάγου<br /><b>3.</b> (για [[βαθμολογία]]) ο [[κατώτατος]] [[βαθμός]] που δηλώνει [[έλλειψη]] [[κάθε]] ικανότητας ή αξίας, [[κουλούρα]]<br /><b>4.</b> <b>μουσ.</b> [[σύμβολο]] που χρησιμοποιείται για να δοθεί η [[οδηγία]] στον εκτελεστή έγχορδου οργάνου να αποδώσει το [[φθογγόσημο]] [[πάνω]] στο οποίο βρίσκεται η [[ένδειξη]] με ανοιχτή τη [[χορδή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σημείο]] [[μηδέν]]»<br /><b>(βαλλιστ.)</b> (σχετικά με πυρηνικό [[βλήμα]]) η κατακόρυφη [[προβολή]] [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] της Γης του σημείου στο οποίο έγινε η [[έκρηξη]] του βλήματος<br />β) <b>(φιλοσ.)</b> i) «απόλυτο [[μηδέν]]» ή «αρνητικό [[μηδέν]]» — η εννοιολογική [[άρνηση]] της πραγματικότητας και της δυνατότητας ύπαρξης του όντος<br />ii) «σχετικό [[μηδέν]]» ή «θετικό [[μηδέν]]» — η εννοιολογική [[άρνηση]] της πραγματικότητας [[αλλά]] όχι και της δυνατότητας του όντος («ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός»)<br />γ) «[[μηδέν]] εις το πηλίκον» — λέγεται για ανεπιτυχή [[ενέργεια]] ή για ασήμαντο [[αποτέλεσμα]]<br />δ) «[[μηδέν]] [[παρεξήγηση]]» — δεν υπάρχει [[λόγος]] παρεξήγησης, δεν πειράζει<br />ε) «ώρα [[μηδέν]]» — κρίσιμη, καθοριστική [[στιγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) [[καθόλου]], [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του [[μηδείς]].<br /> <b>(II)</b><br />(Μ [[μηδέν]] και μήδεν και μούδεν) αποφατικό [[μόριο]] που δηλώνει: 1. [[παραίνεση]], [[νουθεσία]], [[παράκληση]], [[απευχή]] να μη γίνει [[κάτι]] (α. «[[τίποτε]] μηδὲν θλίβεσαι, [[τίποτε]] μὴν λυπεῖσαι», Διγεν. Ακρ.<br />β. «[[μηδέν]] τ' ορίσει [[γεις]] Θεός [[ποτέ]], χρυσοκερά μου, τόσο [[κακό]] μη δούσινε τα μάτια τα δικά μου», Ερωφ.)<br /><b>2.</b> σκοπό<br /><b>3.</b> ενδοιασμό<br /><b>4.</b> [[άρνηση]] σε [[ευθεία]] [[ερώτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. της αντωνυμίας [[μηδείς]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μηδέν:'''<br /><b class="num">I</b> n к [[μηδείς]].<br /><b class="num">II</b> adv. [[нисколько]] (вовсе, отнюдь) не Hes. etc.
|elrutext='''μηδέν:'''<br /><b class="num">I</b> n к [[μηδείς]].<br /><b class="num">II</b> adv. [[нисколько]] (вовсе, отнюдь) не Hes. etc.
}}
}}