προβιβάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα"
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[προάγω]] κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη [[τάξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[ιδίως]] για μαθητές) [[προάγω]] στην [[αμέσως]] ανώτερη [[τάξη]] («ο [[δάσκαλος]] τον προβίβασε τελικά από την πρώτη στη [[δευτέρα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να φτάσει [[κάπου]], [[οδηγώ]], [[φέρω]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> [[χειραγωγώ]] («ἐπισκεψώμεθα, εἴ τι προυβίβαζε λέγων εἰς ταύτην [τὴν ἐγκράτειαν] τοιάδε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκτείνω]], [[προεκτείνω]]<br /><b>4.</b> [[προωθώ]] («οὐδὲν ἠδύνατο προβιβάζειν τῶν ἔργων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εκτείνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προεκβάλλω]] («προβιβάζειν τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ [ενν. διὰ τῆς οἰκοδομής τείχους]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εξυψώνω]], [[μεγαλύνω]]<br /><b>7.</b> [[παρουσιάζω]], [[εμφανίζω]] (ἐκ δὲ τοῦ ὄχλου προεβίβασαν Ἀλέξανδρον», ΚΔ)<br /><b>8.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[προοδεύω]], [[προκόβω]]<br /><b>9.</b> [[διδάσκω]] εκ τών προτέρων («καὶ προβίβασεις αὐτὰ τους υἱοὺς σου», ΠΔ)<br /><b>10.</b> (για το [[αρσενικό]] ζώο) [[οχεύω]], [[βατεύω]] εκ τών προτέρων («ὀχεύειν δ' εἴωθε χορτασθεὶς καὶ μὴ προβιβάσας [[ἄλλην]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>παθ.</b> <i>προβιβάζομαι</i><br />α) (για [[μηχανή]]) αναπτύσσομαι<br />β) δασκευλεύομαι [[προηγουμένως]] από κάποιον («ἡ δὲ προβιβασθεῑσα ὑπὸ τῆς μητρός αὐτῆς», ΚΔ)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς [[ποτέ]]» — ως ποιο [[σημείο]] σκέπτεσαι να μᾱς φέρεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βιβάζω]] «[[ανεβαίνω]], [[προχωρώ]]»].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[προάγω]] κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη [[τάξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[ιδίως]] για μαθητές) [[προάγω]] στην [[αμέσως]] ανώτερη [[τάξη]] («ο [[δάσκαλος]] τον προβίβασε τελικά από την πρώτη στη [[δευτέρα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να φτάσει [[κάπου]], [[οδηγώ]], [[φέρω]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> [[χειραγωγώ]] («ἐπισκεψώμεθα, εἴ τι προυβίβαζε λέγων εἰς ταύτην [τὴν ἐγκράτειαν] τοιάδε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκτείνω]], [[προεκτείνω]]<br /><b>4.</b> [[προωθώ]] («οὐδὲν ἠδύνατο προβιβάζειν τῶν ἔργων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εκτείνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προεκβάλλω]] («προβιβάζειν τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ [ενν. διὰ τῆς οἰκοδομής τείχους]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εξυψώνω]], [[μεγαλύνω]]<br /><b>7.</b> [[παρουσιάζω]], [[εμφανίζω]] (ἐκ δὲ τοῦ ὄχλου προεβίβασαν Ἀλέξανδρον», ΚΔ)<br /><b>8.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[προοδεύω]], [[προκόβω]]<br /><b>9.</b> [[διδάσκω]] εκ τών προτέρων («καὶ προβίβασεις αὐτὰ τους υἱοὺς σου», ΠΔ)<br /><b>10.</b> (για το [[αρσενικό]] ζώο) [[οχεύω]], [[βατεύω]] εκ τών προτέρων («ὀχεύειν δ' εἴωθε χορτασθεὶς καὶ μὴ προβιβάσας [[ἄλλην]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>παθ.</b> <i>προβιβάζομαι</i><br />α) (για [[μηχανή]]) αναπτύσσομαι<br />β) δασκευλεύομαι [[προηγουμένως]] από κάποιον («ἡ δὲ προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρός αὐτῆς», ΚΔ)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς [[ποτέ]]» — ως ποιο [[σημείο]] σκέπτεσαι να μᾱς φέρεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βιβάζω]] «[[ανεβαίνω]], [[προχωρώ]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm