προβιβάζω

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβῐβάζω Medium diacritics: προβιβάζω Low diacritics: προβιβάζω Capitals: ΠΡΟΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: probibázō Transliteration B: probibazō Transliteration C: provivazo Beta Code: probiba/zw

English (LSJ)

A fut. προβιβάσω D.C.58.23, Att. προβῐβῶ Ar.Av.1570:—causal of προβαίνω, cause to step forward, lead on, τινα S.OC180 (lyr.); ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε; to what point, how far do you mean to carry us ? Ar.l.c.; τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς ἐγκράτειαν, Pl.Prt. 328a, X.Mem.1.5.1; ἕως Μακεδονίας τὴν ἀρχήν extend it... D.H.1.3; push on, οὐδὲν ἠδύνατο π. τῶν ἔργων Plb.5.100.1:—Pass., to be developed, be improved, of machines, Hero Bel.74.4.
2 push forward, advance, τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ (by building a wall) D.S.4.78; exalt, τὴν πατρίδα Plb.9.10.4; τινὰ ἐς τὰς ἀρχάς promote him, D.C.l.c.; δύναμιν Phld. Rh.1.40 S.
3 teach, τινάς τι LXX De.6.7, cf. Plu.Cat.Mi.36 (dub.); put forward as a representative, Act.Ap.19.33 (v.l.):—Pass., to be instructed or be egged on, ὑπὸ τῆς μητρός Ev.Matt.14.8.
II intr., = προβαίνω, Plb.10.44.1, Aristid.2.231 J.
III of a male, mount before, ἄλλην Arist.HA546a10.

German (Pape)

[Seite 711] weiter fortführen, -bringen, befördern; προβίβαζε, κούρα, πρόσω, Soph. O. C. 176, sc. αὐτόν, führe ihn weiter; ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε, Ar. Av. 1570, wohin wirst du uns doch noch bringen? προβιβάσαι εἰς ἀρετήν, Plat. Prot. 328 b; Xen. Mem. 1, 5, 1; Sp., τὴν πατρίδα, es größer, mächtiger machen, Pol. 9, 10, 4, u. öfter; auch intrans., Fortschritte machen, βραχύ τι προεβίβασε, 10, 44, 1; οὐδὲν ἐδύνατο προβιβάζειν τῶν ἔργων, 5, 100, 1; auch a. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. προβιβῶ, ao. προέβιβασα;
faire avancer, acc..
Étymologie: πρό, βιβάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-βιβάζω causat. voorwaarts doen gaan:; προβίβαζε, κούρα, πόρσω laat hem naar voren komen, meisje Soph. OC 180; overdr. vorderingen laten maken:; προβιβάσαι εἰς ἀρετήν vorderingen laten maken in deugdzaamheid Plat. Prot. 328a; pass.. προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρός door haar moeder daartoe aangezet NT Mt. 14.8.

Russian (Dvoretsky)

προβῐβάζω:
1 вести (πρόσω Soph.; τινὰ εἰς ἀρετήν Plat.);
2 выводить (τινὰ ἐκ τοῦ ὄχλου NT);
3 побуждать (λόγῳ τινά Xen.; προβιβασθεὶς ὑπό τινος NT);
4 удлинять, достраивать (τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ Diod.);
5 расширять, возвеличивать (τὴν πατρίδα Polyb.);
6 продвигаться вперед, преуспевать (οὐδὲν ἐδύνατο π. τῶν ἔργων Polyb.);
7 (о животных), покрывать (ἄλλην Arst.).

English (Slater)

προβῐβάζω lead out [Ἄβδ]ηρε, καὶ [στρατ]ὸν ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (Pae. 2.106)

English (Strong)

from πρό and a reduplicated form of βιάζω; to force forward, i.e. bring to the front, instigate: draw, before instruct.

English (Thayer)

1st aorist 3rd person plural προεβίβασαν; 1st aorist passive participle feminine προβιβασθεῖσα;
1. properly, to cause to go forward, to lead forward, to bring forward, drag forward: R G (from Sophocles down)).
2. metaphorically, equivalent to προτρέπω, to incite, instigate, urge forward, set on; to induce by persuasion: εἰς τί, Xenophon, mem. 1,5, 1; Plato, Prot., p. 328b.; (in Sept. with an accusative of the thing (and of the person) equivalent to to teach)).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη
νεοελλ.
(ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τον προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα»)
αρχ.
1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός
2. χειραγωγώ («ἐπισκεψώμεθα, εἴ τι προυβίβαζε λέγων εἰς ταύτην [τὴν ἐγκράτειαν] τοιάδε», Ξεν.)
3. εκτείνω, προεκτείνω
4. προωθώ («οὐδὲν ἠδύνατο προβιβάζειν τῶν ἔργων», Πολ.)
5. εκτείνω προς τα εμπρός, προεκβάλλω («προβιβάζειν τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ [ενν. διὰ τῆς οἰκοδομής τείχους]», Διόδ.)
6. εξυψώνω, μεγαλύνω
7. παρουσιάζω, εμφανίζω (ἐκ δὲ τοῦ ὄχλου προεβίβασαν Ἀλέξανδρον», ΚΔ)
8. (αμτβ.) προοδεύω, προκόβω
9. διδάσκω εκ τών προτέρων («καὶ προβίβασεις αὐτὰ τους υἱοὺς σου», ΠΔ)
10. (για το αρσενικό ζώο) οχεύω, βατεύω εκ τών προτέρων («ὀχεύειν δ' εἴωθε χορτασθεὶς καὶ μὴ προβιβάσας ἄλλην», Αριστοτ.)
11. παθ. προβιβάζομαι
α) (για μηχανή) αναπτύσσομαι
β) δασκευλεύομαι προηγουμένως από κάποιον («ἡ δὲ προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρός αὐτῆς», ΚΔ)
12. φρ. «ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτέ» — ως ποιο σημείο σκέπτεσαι να μᾱς φέρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βιβάζω «ανεβαίνω, προχωρώ»].

Greek Monotonic

προβῐβάζω: μέλ. Αττ. -βῐβῶ, μτβ. του προβαίνω,
1. κάνω βήμα μπροστά, οδηγώ μπροστά, φέρω προς τα εμπρός, τινά, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.· οδηγώ, παρακινώ, λόγῳτινά, προβιβάζω, σε Ξεν.
2. ωθώ προς τα εμπρός, εκτείνω, προβάλλω, μεγαλύνω, τὴν πατρίδα, σε Πολύβ.
3. διδάσκω εκ των προτέρων, τινά τι, LXX. — Παθ., πιθ. στην Κ.Δ.

Greek (Liddell-Scott)

προβῐβάζω: μέλλ. -άσω, Ἀττ. προβῐβῶ· ― μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ προβαίνω, κάμνω τινὰ νὰ προβῇ, ὁδηγῶ, φέρω πρὸς τὰ ἐμπρός, κάμνω τινὰ νὰ φθάσῃ που, τινα Σοφ. Ο. Κ. 180· ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε; εἰς ποῖον μέρος, μέχρι τίνος ἐννοεῖς νὰ μᾶς φέρῃς; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1570· τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς ἐγκράτειαν Πλάτ. Πρωτ. 328Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 1· τὴν ἀρχὴν ἕως Μακεδονίας, ἐκτείνω μέχρι..., Διον. Ἁλ. 1. 3· ― ἄγω, παρακινῶ, λόγῳ τινὰ πρ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 17, διάφορ. γραφ. παρ’ Αἰσχίν. 67. 2 2) ἐκτείνω πρὸς τὰ ἐμπρός, προεκβάλλω, τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ (διὰ τῆς οἰκοδομῆς τείχους), Διόδ. 4. 78· ὑψώνω, μεγαλύνω, τὴν πατρίδα Πολύβ. 9. 10, 4· τινὰ ἐς τὰς ἀρχάς, προάγω, ἀναβιβάζω εἰς ἀνώτερον ἀξίωμα, προβιβάζω, Δίων Κ. 58. 23. 3) διδάσκω ἐκ τῶν προτέρων, τινά τι Ἑβδ. (Δευτερ. Ϛ΄, 7). ― Παθ., πιθ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 8. ΙΙ. ἀμεταβ., = προβαίνω, Πολύβ. 5. 100, 1., 10. 44, 1. 2) ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, ὀχεύω, βατεύω, ἐπιβαίνω πρότερον, ἄλλην, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20.

Middle Liddell

fut. Attic -βῐβῶ [Causal of προβαίνω
1. to make step forward, lead forward, lead on, τινά Soph., Ar., etc.:— to lead on, induce, λόγῳ τινὰ πρ. Xen.
2. to push forward, advance, to exalt, τὴν πατρίδα Polyb.
3. to teach beforehand, τινά τι LXX.:— Pass., prob. in NTest.

Chinese

原文音譯:probib£zw 普羅-比巴索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:以前-(行)步(化) 相當於: (שָׁנַן‎)
字義溯源:強迫向前,帶到,使,所使,說服,激勵,力勸,指導;由(πρό)*=前)與(βάσις)=腳步)組成;而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。參讀 (ἀναβιβάζω)同義字
出現次數:總共(2);太(1);徒(1)
譯字彙編
1) 帶到(1) 徒19:33;
2) 所使(1) 太14:8

Translations

teach

Abkhaz: арҵара; Afrikaans: leer, onderrig; Alabama: aabachi; Albanian: mësoj; Arabic: عَلَّمَ‎; Egyptian Arabic: درس‎; Moroccan Arabic: قرا‎, علم‎; Armenian: սովորեցնել, ուսուցանել, դաս տալ, վարժեցնել; Aromanian: nvetsu, anvetsu; Assamese: শিকোৱা, পঢ়োৱা; Asturian: enseñar; Avar: малъизе; Azerbaijani: öyrətmək; Basque: irakatsi; Belarusian: вучыць, выкладаць; Bengali: শেখান; Bikol Central: tukdo; Bulgarian: уча, уча, обучавам; Burmese: သင်, ပညာပေး; Buryat: һургаха; Catalan: ensenyar; Chechen: хьеха; Cherokee: ᏕᎨᏲᎲᏍᎦ; Chichewa: -phunzitsa; Chinese Cantonese: 教; Dungan: җё; Mandarin: 教, 教授; Min Dong: 教; Min Nan: 教; Wu: 教; Cornish: dyski, deski; Czech: učit; Danish: undervise, lære; Dutch: aanleren, leren, onderwijzen, lesgeven; Elfdalian: lära; Esperanto: instrui, lernigi; Estonian: õpetama; Evenki: алагу-; Faroese: læra, undirvísa; Finnish: opettaa; French: apprendre, enseigner; Friulian: insegnâ; Galician: ensinar, aprender, deprender; Georgian: სწავლა, სწავლება; German: lehren, beibringen; Gothic: 𐍄𐌰𐌻𐌶𐌾𐌰𐌽, 𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽, 𐌲𐌰𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: διδάσκω; Ancient Greek: ἀναγεννάω, ἀναδιδάσκω, ἀναπηγάζω, ἀναστέλλω, ἀποπαιδαγωγέω, δαῆναι, δαίσκω, δάσκω, δείκνυμι, δεικνύω, δέκνυμι, διαδιδάσκω, διαπαιδαγωγέω, διδασκαλεῖν, διδασκαλεύω, διδασκαλέω, διδασκαλῶ, διδάσκω, δίδωμι, εἰσάγω, ἐκδείκνυμι, ἐκδιδάσκω, ἐκμελετάω, ἐκμουσόω, ἐκπαιδαγωγέω, ἐκπαιδεύω, ἐκφέρω, ἐνδιδάσκω, ἐξάρχω, ἐσσάρχω, καθηγέομαι, καθηγοῦμαι, μαθητεύω, μυέω, παιδεύω, παραδίδωμι, προβιβάζω, σπουδάζω, ὑποδείκνυμι, φρενόω, φρενῶ; Greenlandic: ilinniartitsivoq; Guaraní: mbo'e; Hawaiian: aʻo; Hebrew: לימד \ לִמֵּד‎; Hindi: सिखाना, शिक्षा देना, पढ़ाना; Hinukh: молъа; Hittite: 𒀭𒈾𒉡𒍣; Hungarian: tanít, megtanít, oktat; Icelandic: kenna; Ido: instruktar; Indonesian: ajar, mengajar, mengajari; Interlingua: inseniar; Irish: múin, teagasc; Old Irish: for·cain, do·inchoisc; Istriot: insignà; Italian: insegnare; Japanese: 教える; Javanese: mulang muruk; Kabuverdianu: iduka; Kannada: ಕಲಿಸು; Kazakh: оқыту, сабақ беру; Khmer: បង្រៀន; Korean: 가르치다; Kurdish Central Kurdish: وتنەوە‎; Northern Kurdish: fêr kirin; Kyrgyz: окут-, үйрөтүү, сабак берүү; Lao: ສອນ; Latin: doceo, instruo, addoceo; Latvian: mācīt; Lithuanian: mokyti; Lü: ᦉᦸᧃ; Lushootseed: ʔugʷus, ʔugʷusəd, ʔugʷucid; Luxembourgish: léieren; Macedonian: учи; Malay: mengajar; Malayalam: പഠിപ്പിക്കുക, അഭ്യസിപ്പിക്കുക, ശിക്ഷണം നൽകുക; Maltese: għallem; Manx: ynsee; Mongolian Cyrillic: заах, сургах; Mongolian: ᠵᠢᠭᠠᠬᠤ, ᠰᠤᠷᠭᠠᠬᠤ; Nanai: алоси-; Neapolitan: 'mparà; Nepali: सिकाउनु; Norman: apprendre, ensîngni; Northern Sami: oahpahit; Norwegian: undervise, lære; Occitan: ensenhar; Odia: ଶିକ୍ଷା ଦେବା; Old Church Slavonic Cyrillic: оучити; Old East Slavic: учити, ꙋчити; Old English: lǣran, tǣċan; Old Norse: kenna; Oromo: barsiisuu; Ossetian: ахуыр кӕнын, амонын; Persian: یاد دادن‎ درس دادن‎, آموزاندن‎; Polish: uczyć, nauczyć; Portuguese: ensinar; Quechua: yachachiy; Rapa Nui: haka'ite; Romanian: învăța; Romansch: instruir, docir, mussar; Russian: преподавать, учить, научить, обучать, обучить; Sanskrit: उपदिशति, शास्ति; Scottish Gaelic: teagaisg, foghlaim; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀чити; Roman: ùčiti; Sicilian: nzignari, nsignari; Slovak: učiť; Slovene: učiti; Sorbian Lower Sorbian: wucyś; Upper Sorbian: wučić; Spanish: enseñar; Swahili: kufundisha; Swedish: lära, lära ut; Sylheti: ꠢꠤꠇꠣꠘꠤ, ꠙꠠꠣꠘꠤ; Tajik: ёд додан, омӯзонидан, омӯхтан, таълим додан; Tamil: கற்பி; Telugu: బోధించు, నేర్పు; Thai: สอน; Tibetan: སློབ་པ, སློབ་ཁྲིད་བྱེད་པ; Tocharian B: ākl-; Turkish: öğretmek, ders vermek; Turkmen: okatmak, öwretmek; Tuvan: өөредир, өөредип каар; Ugaritic: 𐎍𐎎𐎄; Ukrainian: вчити, навчити, викладати; Urdu: سکھانا‎, پڑھانا‎; Uyghur: ئوقۇتماق‎; Uzbek: oʻrgatmoq, oʻqitmoq, saboq bermoq, dars bermoq; Venetian: insegnar; Vietnamese: dạy, dạy học, dạy bảo, dạy dỗ; Volapük: tidön; Walloon: acsegnî, scoler; Welsh: athrawiaethu; White Yakut: үөрэт; Yiddish: לערנען‎; Yucatec Maya: kaʼans; Zazaki: cı musnaene, musnayen, mısnayen; Zhuang: son