conceal: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(Woodhouse 2)
 
(CSV3)
Line 1: Line 1:
{{Woodhouse
{{Woodhouse1
|Image=[[File:woodhouse_154.jpg]]
|Text=[[File:woodhouse_154.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_154.jpg}}]]'''v. trans.'''
 
P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, συγκρύπτειν, ἐπικρύπτεσθαι, κλέπτειν, P. κατακρύπτειν, ἐπικαλύπτειν, ἐπηλυγάζεσθαι, Ar. and V. καλύπτειν, V. συγκαλύπτειν (rare P.), στέγειν, κεύθειν, ἐκκλέπτειν, ἀμπέχειν (rare P.), ἀμπίσχειν (rare P.), συναμπέχειν, συναμπίσχειν.
 
<b class="b2">Help in concealing</b>: V. συνεκκλέπτειν (acc.).
 
<b class="b2">Easy to conceal</b>, adj.: V. [[εὔκρυπτος]].
}}
}}

Revision as of 09:25, 21 July 2017

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 154.jpg

v. trans.

P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, συγκρύπτειν, ἐπικρύπτεσθαι, κλέπτειν, P. κατακρύπτειν, ἐπικαλύπτειν, ἐπηλυγάζεσθαι, Ar. and V. καλύπτειν, V. συγκαλύπτειν (rare P.), στέγειν, κεύθειν, ἐκκλέπτειν, ἀμπέχειν (rare P.), ἀμπίσχειν (rare P.), συναμπέχειν, συναμπίσχειν.

Help in concealing: V. συνεκκλέπτειν (acc.).

Easy to conceal, adj.: V. εὔκρυπτος.