conceal
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, συγκρύπτειν, ἐπικρύπτεσθαι, κλέπτειν, P. κατακρύπτειν, ἐπικαλύπτειν, ἐπηλυγάζεσθαι, Ar. and V. καλύπτειν, V. συγκαλύπτειν (rare P.), στέγειν, κεύθειν, ἐκκλέπτειν, ἀμπέχειν (rare P.), ἀμπίσχειν (rare P.), συναμπέχειν, συναμπίσχειν.
help in concealing: V. συνεκκλέπτειν (acc.).
easy to conceal, adj.: V. εὔκρυπτος.