διαθρυλέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. διαθρυλλ- por geminación expresiva<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[divulgar]], [[hablar constantemente de]] ἐκεῖνα D.C.78.35.2, ταῦτα Ath.Al.<i>H.Ar</i>.44.9, cf. Hsch., en v. pas. οἶμαι αὐτοὺς ἤδη κατατετρῖφθαι διαθρυλουμένους ὑπὸ σοῦ creo que éstos están totalmente desgastados de lo que han sido mencionados por tí</i> X.<i>Mem</i>.1.2.37, cf. Theo.<i>Prog</i>.64.24.<br /><b class="num">2</b> [[llenar de noticias]], [[ensordecer]] ἀνδρῶν, οὓς διατεθρυλληκέναι ἐς ἑαυτὸν φής los cuales dices te estaban ensordeciendo con noticias</i> Amel.<i>Ep</i>. en Porph.<i>Plot</i>.17.<br /><b class="num">II</b> en v. pas. perf. o plusperf.<br /><b class="num">1</b> [[estar extendida una noticia]], [[divulgarse]] c. ὡς: διετεθρύλητο γὰρ ὡς ... X.<i>Mem</i>.1.1.2<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[estar muy difundido]], [[ser muy popular]], [[estar muy divulgado]] λόγους ... λέγω τοὺς πάλαι παρ' ὑμῖν διατεθρυλημένους Isoc.15.55, de unos versos τὰ Εὐπόλιδος διατεθρύληται περὶ Κίμωνος Plu.<i>Cim</i>.15, ἐμοὶ πάνυ διατεθρύλλητο τὰ τοιαῦτα περὶ [[αὐτοῦ]] Iul.<i>Ep</i>.79, διατεθρύλληται ἡ πίστις ὑμῶν Chrys.M.62.399.<br /><b class="num">2</b> [[estar ahíto de noticias]] de donde [[estar ensordecido]] de pers. ὑπ' ἐμοῦ ἀεὶ ἀκούων διατεθρύληται Pl.<i>Ly</i>.205b, διατεθρυλημένος τὰ ὦτα, ἀκούων ... Pl.<i>R</i>.358c, cf. Aen.Gaz.<i>Thphr</i>.12.4, ἐκκλησία ὑπὸ τῆς νέας ταύτης ... προφητείας ... διατεθρυλημένη Anón. en Eus.<i>HE</i> 5.16.4<br /><b class="num">•</b>en pres. [[ser aturdido]] βασιλέα ὑπὸ πολλῶν τὰ ὦτα διαθρυλλούμενον Chrys.M.58.571.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. διαθρυλλ- por geminación expresiva<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[divulgar]], [[hablar constantemente de]] ἐκεῖνα D.C.78.35.2, ταῦτα Ath.Al.<i>H.Ar</i>.44.9, cf. Hsch., en v. pas. οἶμαι αὐτοὺς ἤδη κατατετρῖφθαι διαθρυλουμένους ὑπὸ σοῦ creo que éstos están totalmente desgastados de lo que han sido mencionados por tí</i> X.<i>Mem</i>.1.2.37, cf. Theo.<i>Prog</i>.64.24.<br /><b class="num">2</b> [[llenar de noticias]], [[ensordecer]] ἀνδρῶν, οὓς διατεθρυλληκέναι ἐς ἑαυτὸν φής los cuales dices te estaban ensordeciendo con noticias</i> Amel.<i>Ep</i>. en Porph.<i>Plot</i>.17.<br /><b class="num">II</b> en v. pas. perf. o plusperf.<br /><b class="num">1</b> [[estar extendida una noticia]], [[divulgarse]] c. ὡς: διετεθρύλητο γὰρ ὡς ... X.<i>Mem</i>.1.1.2<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[estar muy difundido]], [[ser muy popular]], [[estar muy divulgado]] λόγους ... λέγω τοὺς πάλαι παρ' ὑμῖν διατεθρυλημένους Isoc.15.55, de unos versos τὰ Εὐπόλιδος διατεθρύληται περὶ Κίμωνος Plu.<i>Cim</i>.15, ἐμοὶ πάνυ διατεθρύλλητο τὰ τοιαῦτα περὶ [[αὐτοῦ]] Iul.<i>Ep</i>.79, διατεθρύλληται ἡ πίστις ὑμῶν Chrys.M.62.399.<br /><b class="num">2</b> [[estar ahíto de noticias]] de donde [[estar ensordecido]] de pers. ὑπ' ἐμοῦ ἀεὶ ἀκούων διατεθρύληται Pl.<i>Ly</i>.205b, διατεθρυλημένος τὰ ὦτα, ἀκούων ... Pl.<i>R</i>.358c, cf. Aen.Gaz.<i>Thphr</i>.12.4, ἐκκλησία ὑπὸ τῆς νέας ταύτης ... προφητείας ... διατεθρυλημένη Anón. en Eus.<i>HE</i> 5.16.4<br /><b class="num">•</b>en pres. [[ser aturdido]] βασιλέα ὑπὸ πολλῶν τὰ ὦτα διαθρυλλούμενον Chrys.M.58.571.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> répandre un bruit : διετεθρύλετο [[ὡς]] XÉN c’était un bruit répandu que, <i>etc.</i><br /><b>2</b> rebattre les oreilles, assourdir en parlant <i>ou</i> en criant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[θρυλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαθρῡλέω''': (ἴδε ἐν λ. [[θρυλέω]], = [[διαθροέω]])· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντέλ. Παθ., κοινῶς λέγομαι, διαφημίζομαι, διακωδωνίζομαι, διετεθρύλητο ὡς… Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, πρβλ. Πλούτ. Κίμ. 15. ΙΙ. ἐκκωφοῦμαι ἐκ τῆς συνεχοῦς ὁμιλίας, «ξεκωφαίνομαι», διαθρυλούμενος ὑπό σου Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 37· διατεθρύλημαι ἀκούων Πλάτ. Λύσ. 205Β· διατεθρυλημένος τὰ ὦτα ὁ αὐτ. Πολ. 358C.
|lstext='''διαθρῡλέω''': (ἴδε ἐν λ. [[θρυλέω]], = [[διαθροέω]])· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντέλ. Παθ., κοινῶς λέγομαι, διαφημίζομαι, διακωδωνίζομαι, διετεθρύλητο ὡς… Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, πρβλ. Πλούτ. Κίμ. 15. ΙΙ. ἐκκωφοῦμαι ἐκ τῆς συνεχοῦς ὁμιλίας, «ξεκωφαίνομαι», διαθρυλούμενος ὑπό σου Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 37· διατεθρύλημαι ἀκούων Πλάτ. Λύσ. 205Β· διατεθρυλημένος τὰ ὦτα ὁ αὐτ. Πολ. 358C.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> répandre un bruit : διετεθρύλετο [[ὡς]] XÉN c’était un bruit répandu que, <i>etc.</i><br /><b>2</b> rebattre les oreilles, assourdir en parlant <i>ou</i> en criant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[θρυλέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm