δατέομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0524.png Seite 524]] (vgl. [[δαίω]]), nur praes. u. impf., [[theilen]]; δατεώμεθα ληίδα Iliad. 9, 138. 280; κρέα δατεῦντο Odyss. 1, 112, in Portionen zerlegen; κνίσην δ' ἐκ πεδίου ἄνεμοι φέρον οὐρανὸν [[εἴσω]] ἡδεῖαν, τῆς δ' [[οὔτι]] θεοὶ μάκαρεσδατέοντο, οὐδ' ἔθελον, sie verzehrten, genossen, Iliad. 8, 550, unächter Vers; τὸν μὲν Ἀχαιῶν ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ, er wurde übergefahren, die Räder theilten, d. h. zerstückelten seinen Leib, Iliad. 20, 394; ταὶ (ἡμίονοι) δὲ χθόνα ποσσὶ δατεῦντο ἐλδόμεναι πεδίοιο διὰ ῥωπήια [[πυκνά]], »sie zertheilten den Boden mit den Füßen«, entweder = sie zerstampften den Boden bei'm Auftreten, oder = sie legten den Weg schrittweise zurück, vgl. carpere viam, Iliad. 23, 121; ὅθι περ Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ ἐν μέσῳ ἀμφότεροι [[μένος]] Ἄρηος δατέονται, »sie theilen die Kraft des Ares«, soll ohne Zweifel bedeuten »sie kämpfen«, offenbar eine unklare Vorstellung, Iliad. 18, 264. – Folgende: Pind. Ol. 7, 55 Her. 1, 216.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0524.png Seite 524]] (vgl. [[δαίω]]), nur praes. u. impf., [[theilen]]; δατεώμεθα ληίδα Iliad. 9, 138. 280; κρέα δατεῦντο Odyss. 1, 112, in Portionen zerlegen; κνίσην δ' ἐκ πεδίου ἄνεμοι φέρον οὐρανὸν [[εἴσω]] ἡδεῖαν, τῆς δ' [[οὔτι]] θεοὶ μάκαρεσδατέοντο, οὐδ' ἔθελον, sie verzehrten, genossen, Iliad. 8, 550, unächter Vers; τὸν μὲν Ἀχαιῶν ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ, er wurde übergefahren, die Räder theilten, d. h. zerstückelten seinen Leib, Iliad. 20, 394; ταὶ (ἡμίονοι) δὲ χθόνα ποσσὶ δατεῦντο ἐλδόμεναι πεδίοιο διὰ ῥωπήια [[πυκνά]], »sie zertheilten den Boden mit den Füßen«, entweder = sie zerstampften den Boden bei'm Auftreten, oder = sie legten den Weg schrittweise zurück, vgl. carpere viam, Iliad. 23, 121; ὅθι περ Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ ἐν μέσῳ ἀμφότεροι [[μένος]] Ἄρηος δατέονται, »sie theilen die Kraft des Ares«, soll ohne Zweifel bedeuten »sie kämpfen«, offenbar eine unklare Vorstellung, Iliad. 18, 264. – Folgende: Pind. Ol. 7, 55 Her. 1, 216.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> partager entre soi : ληΐδα IL se partager un butin ; <i>fig.</i> [[μένος]] [[Ἄρηος]] IL se partager la force d'Arès <i>en parl. de deux armées, càd</i> combattre avec un égal courage;<br /><b>2</b> diviser par portions : χθόνα [[ποσσί]] IL <i>litt.</i> partager la terre à la mesure de ses pas <i>en parl. de mules, càd</i> faire de grandes enjambées, dévorer l'espace;<br /><b>3</b> donner en partage : τινί [[τι]], qch à qqn;<br /><b>4</b> prendre pour sa part, gén.;<br /><b>5</b> <i>avec idée de violence</i> déchirer : [[κρέα]] OD manger <i>litt.</i> déchirer des viandes <i>sel. d'autres</i> couper les viandes, <i>en parl. de serviteurs</i> ; τινα IL couper en deux le corps de qqn <i>en parl. des roues d'un char</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Δατ, développ. de la R. Δα, diviser ; v. [[δαίομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰτέομαι''': Ὅμ., ἀνώμαλ. ἀπαρέμφ. δατέασθαι (-έεσθαι;) Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 765· [[δάσομαι]] Ἰλ. Χ. 354· ἀόρ. ἐδασάμην, δασσάμην (πρβλ. [[πατέομαι]], ἐπασάμην) Ὅμ., Εὐρ.· Ἰων. δασάσεκτο Ἰλ. Ι. 33· πρκμ. δέδασμαι Κόϊντ. Σμ. 2. 57· ἀλλ' ἐν παθ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ· πρβλ. ἀνα-, δια-, ἐν-[[δατέομαι]]. (Ἴδε ἐν λ. [[δαίω]] Β.) Διανέμομαί τι μετά τινος, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοὶ Ἰλ. Ι. 138· τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν Α. 368· [[ἄνδιχα]] πάντα [[δάσασθαι]] Σ. 511, πρβλ. Ὀδ. Β. 335, κτλ.· χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Πίνδ. Ο. 7. 101· - [[μένος]] Ἄρηος δατέονται. ἔχουσι [[μέρος]], δηλ. [[εἶναι]] ἐξ ἴσου πεπληρωμένοι μὲ τὴν μανίαν τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Σ. 264· - ἰδίως ἐπὶ προσώπων ἐν συμποσίῳ, κρέα πολλὰ δατεῦντο Ὀδ. Α. 112· μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' Γ. 66., Υ. 280· ὑπέστην Ἕκτορα… δώσειν κυσὶν ὠμὰ [[δάσασθαι]], νὰ τὸν διασχίσωσιν εἰς τεμάχια, Ἰλ. Ψ. 21, πρβλ. Ὀδ. Σ, 87, Εὐρ. Τρω. 450. 2) [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο, ἐμέτρουν τὴν γῆν διὰ τῶν ποδῶν των, Λατ. carpebant viam pedibus, Ἰλ. Ψ. 121. 3) [[κόπτω]] εἰς δύο, τὸν μὲν… ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο Υ. 394. ΙΙ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασίας, [[ἁπλῶς]] = διαιρῶ, δύο μοίρας δασάμενοι τὸν στρατόν, διαιρέσαντες τὸν στρατὸν εἰς…, Ἡρόδ. 7. 121· διαιρῶ ἢ δίδω εἰς ἄλλους, τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ… τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται ὁ αὐτ. 1. 216· - πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., διαιροῦμαι, Ἰλ. Α. 125., Ο. 189, Ἡρόδ. 2. 84, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1329. Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ' Ἡροδ. μὲ σημασ. ΙΙ, ἀλλὰ σπάνιον παρ' Ἀττ., καὶ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν· πρβλ. [[ἐνδατέομαι]].
|lstext='''δᾰτέομαι''': Ὅμ., ἀνώμαλ. ἀπαρέμφ. δατέασθαι (-έεσθαι;) Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 765· [[δάσομαι]] Ἰλ. Χ. 354· ἀόρ. ἐδασάμην, δασσάμην (πρβλ. [[πατέομαι]], ἐπασάμην) Ὅμ., Εὐρ.· Ἰων. δασάσεκτο Ἰλ. Ι. 33· πρκμ. δέδασμαι Κόϊντ. Σμ. 2. 57· ἀλλ' ἐν παθ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ· πρβλ. ἀνα-, δια-, ἐν-[[δατέομαι]]. (Ἴδε ἐν λ. [[δαίω]] Β.) Διανέμομαί τι μετά τινος, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοὶ Ἰλ. Ι. 138· τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν Α. 368· [[ἄνδιχα]] πάντα [[δάσασθαι]] Σ. 511, πρβλ. Ὀδ. Β. 335, κτλ.· χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Πίνδ. Ο. 7. 101· - [[μένος]] Ἄρηος δατέονται. ἔχουσι [[μέρος]], δηλ. [[εἶναι]] ἐξ ἴσου πεπληρωμένοι μὲ τὴν μανίαν τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Σ. 264· - ἰδίως ἐπὶ προσώπων ἐν συμποσίῳ, κρέα πολλὰ δατεῦντο Ὀδ. Α. 112· μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' Γ. 66., Υ. 280· ὑπέστην Ἕκτορα… δώσειν κυσὶν ὠμὰ [[δάσασθαι]], νὰ τὸν διασχίσωσιν εἰς τεμάχια, Ἰλ. Ψ. 21, πρβλ. Ὀδ. Σ, 87, Εὐρ. Τρω. 450. 2) [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο, ἐμέτρουν τὴν γῆν διὰ τῶν ποδῶν των, Λατ. carpebant viam pedibus, Ἰλ. Ψ. 121. 3) [[κόπτω]] εἰς δύο, τὸν μὲν… ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο Υ. 394. ΙΙ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασίας, [[ἁπλῶς]] = διαιρῶ, δύο μοίρας δασάμενοι τὸν στρατόν, διαιρέσαντες τὸν στρατὸν εἰς…, Ἡρόδ. 7. 121· διαιρῶ ἢ δίδω εἰς ἄλλους, τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ… τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται ὁ αὐτ. 1. 216· - πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., διαιροῦμαι, Ἰλ. Α. 125., Ο. 189, Ἡρόδ. 2. 84, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1329. Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ' Ἡροδ. μὲ σημασ. ΙΙ, ἀλλὰ σπάνιον παρ' Ἀττ., καὶ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν· πρβλ. [[ἐνδατέομαι]].
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> partager entre soi : ληΐδα IL se partager un butin ; <i>fig.</i> [[μένος]] [[Ἄρηος]] IL se partager la force d'Arès <i>en parl. de deux armées, càd</i> combattre avec un égal courage;<br /><b>2</b> diviser par portions : χθόνα [[ποσσί]] IL <i>litt.</i> partager la terre à la mesure de ses pas <i>en parl. de mules, càd</i> faire de grandes enjambées, dévorer l'espace;<br /><b>3</b> donner en partage : τινί [[τι]], qch à qqn;<br /><b>4</b> prendre pour sa part, gén.;<br /><b>5</b> <i>avec idée de violence</i> déchirer : [[κρέα]] OD manger <i>litt.</i> déchirer des viandes <i>sel. d'autres</i> couper les viandes, <i>en parl. de serviteurs</i> ; τινα IL couper en deux le corps de qqn <i>en parl. des roues d'un char</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Δατ, développ. de la R. Δα, diviser ; v. [[δαίομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth