Anonymous

δατέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-οῦμαι;<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> partager entre soi : ληΐδα IL se partager un butin ; <i>fig.</i> [[μένος]] [[Ἄρηος]] IL se partager la force d'Arès <i>en parl. de deux armées, càd</i> combattre avec un égal courage;<br /><b>2</b> diviser par portions : χθόνα [[ποσσί]] IL <i>litt.</i> partager la terre à la mesure de ses pas <i>en parl. de mules, càd</i> faire de grandes enjambées, dévorer l'espace;<br /><b>3</b> donner en partage : τινί [[τι]], qch à qqn;<br /><b>4</b> prendre pour sa part, gén.;<br /><b>5</b> <i>avec idée de violence</i> déchirer : [[κρέα]] OD manger <i>litt.</i> déchirer des viandes <i>sel. d'autres</i> couper les viandes, <i>en parl. de serviteurs</i> ; τινα IL couper en deux le corps de qqn <i>en parl. des roues d'un char</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Δατ, développ. de la R. Δα, diviser ; v. [[δαίομαι]].
|btext=-οῦμαι;<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> partager entre soi : ληΐδα IL se partager un butin ; <i>fig.</i> [[μένος]] [[Ἄρηος]] IL se partager la force d'Arès <i>en parl. de deux armées, càd</i> combattre avec un égal courage;<br /><b>2</b> diviser par portions : χθόνα [[ποσσί]] IL <i>litt.</i> partager la terre à la mesure de ses pas <i>en parl. de mules, càd</i> faire de grandes enjambées, dévorer l'espace;<br /><b>3</b> donner en partage : τινί [[τι]], qch à qqn;<br /><b>4</b> prendre pour sa part, gén.;<br /><b>5</b> <i>avec idée de violence</i> déchirer : [[κρέα]] OD manger <i>litt.</i> déchirer des viandes <i>sel. d'autres</i> couper les viandes, <i>en parl. de serviteurs</i> ; τινα IL couper en deux le corps de qqn <i>en parl. des roues d'un char</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Δατ, développ. de la R. Δα, diviser ; v. [[δαίομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δᾰτέομαι''': Ὅμ., ἀνώμαλ. ἀπαρέμφ. δατέασθαι (-έεσθαι;) Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 765· [[δάσομαι]] Ἰλ. Χ. 354· ἀόρ. ἐδασάμην, δασσάμην (πρβλ. [[πατέομαι]], ἐπασάμην) Ὅμ., Εὐρ.· Ἰων. δασάσεκτο Ἰλ. Ι. 33· πρκμ. δέδασμαι Κόϊντ. Σμ. 2. 57· ἀλλ' ἐν παθ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ· πρβλ. ἀνα-, δια-, ἐν-[[δατέομαι]]. (Ἴδε ἐν λ. [[δαίω]] Β.) Διανέμομαί τι μετά τινος, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοὶ Ἰλ. Ι. 138· τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν Α. 368· [[ἄνδιχα]] πάντα [[δάσασθαι]] Σ. 511, πρβλ. Ὀδ. Β. 335, κτλ.· χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Πίνδ. Ο. 7. 101· - [[μένος]] Ἄρηος δατέονται. ἔχουσι [[μέρος]], δηλ. [[εἶναι]] ἐξ ἴσου πεπληρωμένοι μὲ τὴν μανίαν τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Σ. 264· - ἰδίως ἐπὶ προσώπων ἐν συμποσίῳ, κρέα πολλὰ δατεῦντο Ὀδ. Α. 112· μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' Γ. 66., Υ. 280· ὑπέστην Ἕκτορα… δώσειν κυσὶν ὠμὰ [[δάσασθαι]], νὰ τὸν διασχίσωσιν εἰς τεμάχια, Ἰλ. Ψ. 21, πρβλ. Ὀδ. Σ, 87, Εὐρ. Τρω. 450. 2) [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο, ἐμέτρουν τὴν γῆν διὰ τῶν ποδῶν των, Λατ. carpebant viam pedibus, Ἰλ. Ψ. 121. 3) [[κόπτω]] εἰς δύο, τὸν μὲν… ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο Υ. 394. ΙΙ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασίας, [[ἁπλῶς]] = διαιρῶ, δύο μοίρας δασάμενοι τὸν στρατόν, διαιρέσαντες τὸν στρατὸν εἰς…, Ἡρόδ. 7. 121· διαιρῶ ἢ δίδω εἰς ἄλλους, τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ… τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται ὁ αὐτ. 1. 216· - πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., διαιροῦμαι, Ἰλ. Α. 125., Ο. 189, Ἡρόδ. 2. 84, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1329. Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ' Ἡροδ. μὲ σημασ. ΙΙ, ἀλλὰ σπάνιον παρ' Ἀττ., καὶ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν· πρβλ. [[ἐνδατέομαι]].
|elnltext=δατέομαι [~ δαίομαι] ep. imperf. 3 plur. δατέοντο en δατεῦντο; aor. ἐδα(σ)σάμην, ep. δα(σ)σάμην; perf. med.-pass. δέδασμαι (in porties) verdelen:; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι alles in tweeën verdelen Il. 22.120; μέγαν βοῦν... δασσάμενος προύθηκε nadat hij een groot rund in porties verdeeld had zette hij die aan hen voor Hes. Th. 537; (onderling) verdelen:; κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεθα want we zouden alle bezittingen kunnen verdelen Od. 2.335; overdr.:; ἀμφότεροι μένος Ἄρηος δατέονται beiden deelden de krijgslust met elkaar Il. 18.264; perf. pass. verdeeld zijn:; τριχθὰ δὲ πάντα δέδασται alles is in drieën verdeeld Il. 15.189; met acc. en dat. toedelen, toewijzen:. οἱ δάσσαντο θεοὶ κλυτὰ δώματα ναίειν de goden wezen haar toe in schitterende huizen te wonen Hes. Th. 303; τοῖς παισί... δατεῖσθαι τὰ χρήματα het vermogen onder de kinderen verdelen Democr. B 279. in stukken scheuren:. Ἕκτορα... δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι Hector aan de honden te zullen geven om hem rauw in stukken te scheuren Il. 23.21; χθόνα ποσσὶ δατεῦντο (de muilezels) scheurden de grond stuk met hun hoeven Il. 23.121.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰτέομαι:''' (только praes. и impf., другие формы от [[δαίω]]: fut. [[δάσομαι]], aor. [[ἐδασάμην]])<br /><b class="num">1)</b> [[делить между собой]], [[разделять]] (ληΐδα Hom.; χθόνα Pind.): [[μένος]] [[Ἄρηος]] δ. Hom. сражаться с одинаковой ожесточенностью (с обеих сторон);<br /><b class="num">2)</b> [[разрывать]], [[растерзывать]] (δώσειν τινα [[δάσασθαι]] κυσίν Hom. или [[θηρσί]] Eur.): χθόνα ποσσὶ δ. Hom. взрывать копытами землю, т. е. мчаться во весь опор;<br /><b class="num">3)</b> [[уделять]], [[отдавать]] (τῶν [[θεῶν]] τῷ ταχίστῳ τὸν τάχιστον, sc. ἵππον Her.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''δᾰτέομαι:''' μέλ. [[δάσομαι]], αόρ. αʹ [[ἐδασάμην]], (πρβλ. [[πατέομαι]], [[ἐπασάμην]])· Ιων. γʹ ενικ. [[δασάσκετο]], Επικ. γʹ πληθ. [[δάσσαντο]], μτχ. [[δασσάμενος]], παρακ. [[δέδασμαι]], με Παθ. [[σημασία]] ([[δαίω]] Β)· —<br /><b class="num">1.</b> διαμοιράζουν [[αναμεταξύ]] τους, τὰ μὲν εὖ [[δάσσαντο]] μετὰ [[σφίσιν]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἄνδιχα]] πάντα [[δάσασθαι]], σε Όμηρ.· [[μένος]] [[Ἄρηος]] δατέονται, μοιράζονται, διαπνέονται, δηλ. διακατέχονται ισάξια και όμοια από το [[πνεύμα]] του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πρόσωπα που παρακάθηνται σε [[συμπόσιο]], [[κρέα]] [[δατεῦντο]], σε Ομήρ. Οδ.· διδόναι τινὰ κυσὶ [[δάσασθαι]], να τον ξεσχίσουν σε κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> (<i>ἡμίονοι</i>) χθόνα ποσσὶ [[δατεῦντο]], μετρούσαν το [[έδαφος]] με τα πόδια τους, Λατ. carpebant viam pedibus, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[κόβω]] στα [[δύο]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[απλώς]], [[διαχωρίζω]], [[διαιρώ]] ή [[διαμοιράζω]] σε άλλους, σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. [[σημασία]], είμαι διαχωρισμένος, διαιρούμαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''δᾰτέομαι:''' μέλ. [[δάσομαι]], αόρ. αʹ [[ἐδασάμην]], (πρβλ. [[πατέομαι]], [[ἐπασάμην]])· Ιων. γʹ ενικ. [[δασάσκετο]], Επικ. γʹ πληθ. [[δάσσαντο]], μτχ. [[δασσάμενος]], παρακ. [[δέδασμαι]], με Παθ. [[σημασία]] ([[δαίω]] Β)· —<br /><b class="num">1.</b> διαμοιράζουν [[αναμεταξύ]] τους, τὰ μὲν εὖ [[δάσσαντο]] μετὰ [[σφίσιν]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἄνδιχα]] πάντα [[δάσασθαι]], σε Όμηρ.· [[μένος]] [[Ἄρηος]] δατέονται, μοιράζονται, διαπνέονται, δηλ. διακατέχονται ισάξια και όμοια από το [[πνεύμα]] του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πρόσωπα που παρακάθηνται σε [[συμπόσιο]], [[κρέα]] [[δατεῦντο]], σε Ομήρ. Οδ.· διδόναι τινὰ κυσὶ [[δάσασθαι]], να τον ξεσχίσουν σε κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> (<i>ἡμίονοι</i>) χθόνα ποσσὶ [[δατεῦντο]], μετρούσαν το [[έδαφος]] με τα πόδια τους, Λατ. carpebant viam pedibus, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[κόβω]] στα [[δύο]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[απλώς]], [[διαχωρίζω]], [[διαιρώ]] ή [[διαμοιράζω]] σε άλλους, σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. [[σημασία]], είμαι διαχωρισμένος, διαιρούμαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δᾰτέομαι:''' (только praes. и impf., другие формы от [[δαίω]]: fut. [[δάσομαι]], aor. [[ἐδασάμην]])<br /><b class="num">1)</b> [[делить между собой]], [[разделять]] (ληΐδα Hom.; χθόνα Pind.): [[μένος]] [[Ἄρηος]] δ. Hom. сражаться с одинаковой ожесточенностью (с обеих сторон);<br /><b class="num">2)</b> [[разрывать]], [[растерзывать]] (δώσειν τινα [[δάσασθαι]] κυσίν Hom. или [[θηρσί]] Eur.): χθόνα ποσσὶ δ. Hom. взрывать копытами землю, т. е. мчаться во весь опор;<br /><b class="num">3)</b> [[уделять]], [[отдавать]] (τῶν [[θεῶν]] τῷ ταχίστῳ τὸν τάχιστον, sc. ἵππον Her.).
|lstext='''δᾰτέομαι''': Ὅμ., ἀνώμαλ. ἀπαρέμφ. δατέασθαι (-έεσθαι;) Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 765· [[δάσομαι]] Ἰλ. Χ. 354· ἀόρ. ἐδασάμην, δασσάμην (πρβλ. [[πατέομαι]], ἐπασάμην) Ὅμ., Εὐρ.· Ἰων. δασάσεκτο Ἰλ. Ι. 33· πρκμ. δέδασμαι Κόϊντ. Σμ. 2. 57· ἀλλ' ἐν παθ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ· πρβλ. ἀνα-, δια-, ἐν-[[δατέομαι]]. (Ἴδε ἐν λ. [[δαίω]] Β.) Διανέμομαί τι μετά τινος, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοὶ Ἰλ. Ι. 138· τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν Α. 368· [[ἄνδιχα]] πάντα [[δάσασθαι]] Σ. 511, πρβλ. Ὀδ. Β. 335, κτλ.· χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Πίνδ. Ο. 7. 101· - [[μένος]] Ἄρηος δατέονται. ἔχουσι [[μέρος]], δηλ. [[εἶναι]] ἐξ ἴσου πεπληρωμένοι μὲ τὴν μανίαν τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Σ. 264· - ἰδίως ἐπὶ προσώπων ἐν συμποσίῳ, κρέα πολλὰ δατεῦντο Ὀδ. Α. 112· μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' Γ. 66., Υ. 280· ὑπέστην Ἕκτορα… δώσειν κυσὶν ὠμὰ [[δάσασθαι]], νὰ τὸν διασχίσωσιν εἰς τεμάχια, Ἰλ. Ψ. 21, πρβλ. Ὀδ. Σ, 87, Εὐρ. Τρω. 450. 2) [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο, ἐμέτρουν τὴν γῆν διὰ τῶν ποδῶν των, Λατ. carpebant viam pedibus, Ἰλ. Ψ. 121. 3) [[κόπτω]] εἰς δύο, τὸν μὲν… ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο Υ. 394. ΙΙ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασίας, [[ἁπλῶς]] = διαιρῶ, δύο μοίρας δασάμενοι τὸν στρατόν, διαιρέσαντες τὸν στρατὸν εἰς…, Ἡρόδ. 7. 121· διαιρῶ ἢ δίδω εἰς ἄλλους, τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ… τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται ὁ αὐτ. 1. 216· - πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., διαιροῦμαι, Ἰλ. Α. 125., Ο. 189, Ἡρόδ. 2. 84, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1329. Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ' Ἡροδ. μὲ σημασ. ΙΙ, ἀλλὰ σπάνιον παρ' Ἀττ., καὶ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν· πρβλ. [[ἐνδατέομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=δατέομαι [~ δαίομαι] ep. imperf. 3 plur. δατέοντο en δατεῦντο; aor. ἐδα(σ)σάμην, ep. δα(σ)σάμην; perf. med.-pass. δέδασμαι (in porties) verdelen:; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι alles in tweeën verdelen Il. 22.120; μέγαν βοῦν... δασσάμενος προύθηκε nadat hij een groot rund in porties verdeeld had zette hij die aan hen voor Hes. Th. 537; (onderling) verdelen:; κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεθα want we zouden alle bezittingen kunnen verdelen Od. 2.335; overdr.:; ἀμφότεροι μένος Ἄρηος δατέονται beiden deelden de krijgslust met elkaar Il. 18.264; perf. pass. verdeeld zijn:; τριχθὰ δὲ πάντα δέδασται alles is in drieën verdeeld Il. 15.189; met acc. en dat. toedelen, toewijzen:. οἱ δάσσαντο θεοὶ κλυτὰ δώματα ναίειν de goden wezen haar toe in schitterende huizen te wonen Hes. Th. 303; τοῖς παισί... δατεῖσθαι τὰ χρήματα het vermogen onder de kinderen verdelen Democr. B 279. in stukken scheuren:. Ἕκτορα... δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι Hector aan de honden te zullen geven om hem rauw in stukken te scheuren Il. 23.21; χθόνα ποσσὶ δατεῦντο (de muilezels) scheurden de grond stuk met hun hoeven Il. 23.121.
}}
}}
{{etym
{{etym