καλλιερέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1309.png Seite 1309]] günstig, glücklich opfern, ein Opfer darbringen, das nach den im Opferthiere gefundenen Zeichen den Göttern angenehm ist u. somit Glück für ein Unternehmen verheißt; οἷς ἂν καλλιεροῦντες θύωοι Plat. Legg. VII, 791 a; ἐκεκαλλιερήκει Xen. Cyr. 6, 4, 12; Sp., οὐκ ἐκαλλιέρει μέχρις [[εἴκοσι]] Plut. Aemil. P. 17; ταῖς Νύμφαις τὸν ἀμνόν Theocr. 5, 148. So auch im med., ἐς τὸν ποταμὸν οἱ μάγοι ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους λευκούς Her. 7, 113; Xen. An. 5, 4, 22; aor., Cyr. 1, 5, 5; vgl. Ar. Plut. 1181. Aber pass. ist τὰ ἱερὰ ἐκαλλιερεῖτο Xen. Hell. 3, 1, 17. – Mit dem inf., οὐ γὰρ ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν μιν, er erlangte keine günstigen Zeichen, um überzusetzen, Her. 6, 76; ὥςτε μάχεσθαι 9, 38; intr., καλλιερῆσαι τοῖς θυομένοις οὐκ ἐδύνατο, sc. [[ἱερά]], die Opfer konnten nicht gelingen, nicht unter glücklichen Vorzeichen zu Stande kommen, 7, 134, vgl. 9, 19 καλλιερησάντων τῶν ἱερῶν ἐπορεύοντο. – S. Emp. pyrrh. 1, 149 sagt ἐν Ταύροις [[νόμος]] ἦν τοὺς ξένους τῇ Ἀρτέμιδι καλλιερεῖσθαι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1309.png Seite 1309]] günstig, glücklich opfern, ein Opfer darbringen, das nach den im Opferthiere gefundenen Zeichen den Göttern angenehm ist u. somit Glück für ein Unternehmen verheißt; οἷς ἂν καλλιεροῦντες θύωοι Plat. Legg. VII, 791 a; ἐκεκαλλιερήκει Xen. Cyr. 6, 4, 12; Sp., οὐκ ἐκαλλιέρει μέχρις [[εἴκοσι]] Plut. Aemil. P. 17; ταῖς Νύμφαις τὸν ἀμνόν Theocr. 5, 148. So auch im med., ἐς τὸν ποταμὸν οἱ μάγοι ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους λευκούς Her. 7, 113; Xen. An. 5, 4, 22; aor., Cyr. 1, 5, 5; vgl. Ar. Plut. 1181. Aber pass. ist τὰ ἱερὰ ἐκαλλιερεῖτο Xen. Hell. 3, 1, 17. – Mit dem inf., οὐ γὰρ ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν μιν, er erlangte keine günstigen Zeichen, um überzusetzen, Her. 6, 76; ὥςτε μάχεσθαι 9, 38; intr., καλλιερῆσαι τοῖς θυομένοις οὐκ ἐδύνατο, sc. [[ἱερά]], die Opfer konnten nicht gelingen, nicht unter glücklichen Vorzeichen zu Stande kommen, 7, 134, vgl. 9, 19 καλλιερησάντων τῶν ἱερῶν ἐπορεύοντο. – S. Emp. pyrrh. 1, 149 sagt ἐν Ταύροις [[νόμος]] ἦν τοὺς ξένους τῇ Ἀρτέμιδι καλλιερεῖσθαι.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καλλιερήσω, <i>ao.</i> ἐκαλλιέρησα, <i>pf.</i> κακαλλιέρηκα, <i>pqp.</i> ἐκεκαλλιερήκειν;<br />offrir un sacrifice favorable, sacrifier sous d'heureux auspices : τοῖς θεοῖς XÉN aux dieux ; τινα qqn ; avec un inf. : [[οὐ]] γὰρ ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν HDT car il ne pouvait obtenir d'auspices favorables à son passage ; <i>Pass.</i> être offert sous d'heureux auspices, se produire avec des présages favorables;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καλλιερέομαι]], [[καλλιεροῦμαι]] <i>au sens tr.</i><br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ἱερόν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλῐερέω''': Ἰων. [[καλλιρέω]] (Δινδ. περὶ Διαλ. Ἡροδ. XXXVII)· πρκμ. κεκαλλιέρηκα, ἴδε Ξεν. Κύρ. 6. 4, 12· ([[ἱερόν]]). Ἔχω εὐνοϊκὰ σημεῖα ἔν τινι θυσίᾳ, [[λαμβάνω]] καλοὺς οἰωνοὺς ἐπί τινι ἐπιχειρήσει, Λατιν. litare, perlitare, ἐπὶ προσώπου, κἂν καλλιερῆτε γλῶτταν ἀγαθὴν πέμπετε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Διὶ κακουμένῳ» 4, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 4, 12, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρόδ. 6. 82, Ἰσοκρ. 308Α, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 22, κτλ.· παρ’ Ἡροδ. 7. 113, ἐς τὸν (δηλ. ποταμὸν)... ἐκαλλιρέοντο σφάζοντες ἵππους, - τὸ ἐς τὸν [[συναπτέον]] τ ῷ σφάζοντες. 2) μετ’ αἰτ., [[θυσιάζω]] μετὰ καλῶν οἰωνῶν, ταῖς Νύμφαις τὸν ἀμνὸν Θεόκρ. 5. 148· καλλιερεῖν βοῦν Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 21 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Saupp. κοινῶς: καὶ ἄλλ’ ἱερεῖα)· ἑαυτὸν Πλουτ. Ἀλέξ. 69· ἀπολ., κ. τοῖς θεοῖς Ξεν. Ἱππαρχ. 3, 1, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 791Α· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Πλ. 1181. - Παθ., ἐὰν καὶ καλλιερηθῇ τοῖς θεοῖς Μένανδρ. ἐν «Μέθῃ» 1. 8. ΙΙ. ἐπὶ αὐτῆς τῆς θυσίας, [[παρέχω]] καλοὺς οἰωνοὺς, εἶμαι εὐοίωνος, καλλιρησάντων τῶν ἱρῶν ([[οὕτως]] ὁ Λίβιος, litato, perlitato) Ἡρόδ. 9. 19· καλλιρῆσαι θυομένοισι οὐκ ἐδύνατο τὰ ἱρὰ, αἱ θυσίαι δὲν παρεῖχον καλοὺς οἰωνούς, ἦσαν ἐπιμόνως δυσοίωνοι, ὁ αὐτ. 7. 134· ὥς σφι ἐκαλλιέρεε τὰ ἱρά, τὸ [[πρόσω]] ἐπορεύοντο ὁ αὐτ. 9. 19· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., οὐκ ἐκαλλιέρεε τοῖσι Πέρσῃσι [[ὥστε]] μάχεσθαι [[αὐτόθι]] 38· [[οὐδαμῶς]] ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν μιν ὁ αὐτ. 6. 76· κατ’ ἀντίθεσιν δὲ πρὸς τοῦτο ἔχει ἐν 9. 39, καλὰ ἐγίνετο τὰ ἱρά· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς οὐδὲ [[ταῦτα]] ἐκαλλιερεῖτο Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: καλλιερεῖν· θύειν, ἱερουργεῖν, [[καλῶς]] τὰ ἱερὰ ποιεῖν ([[καλῶς]] τοῖς ἱεροῖς χρήσασθαι)». - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «Ἕλληνες δὲ [[τότε]] καλλιερεῖν νομίζουσιν [[ὅταν]] δαίμονί τινι θύσαντες αἰσίων ἐπιτύχωσι σημείων ἐν τῷ ἥπατι τοῦ ἱερείου».
|lstext='''καλλῐερέω''': Ἰων. [[καλλιρέω]] (Δινδ. περὶ Διαλ. Ἡροδ. XXXVII)· πρκμ. κεκαλλιέρηκα, ἴδε Ξεν. Κύρ. 6. 4, 12· ([[ἱερόν]]). Ἔχω εὐνοϊκὰ σημεῖα ἔν τινι θυσίᾳ, [[λαμβάνω]] καλοὺς οἰωνοὺς ἐπί τινι ἐπιχειρήσει, Λατιν. litare, perlitare, ἐπὶ προσώπου, κἂν καλλιερῆτε γλῶτταν ἀγαθὴν πέμπετε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Διὶ κακουμένῳ» 4, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 4, 12, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρόδ. 6. 82, Ἰσοκρ. 308Α, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 22, κτλ.· παρ’ Ἡροδ. 7. 113, ἐς τὸν (δηλ. ποταμὸν)... ἐκαλλιρέοντο σφάζοντες ἵππους, - τὸ ἐς τὸν [[συναπτέον]] τ ῷ σφάζοντες. 2) μετ’ αἰτ., [[θυσιάζω]] μετὰ καλῶν οἰωνῶν, ταῖς Νύμφαις τὸν ἀμνὸν Θεόκρ. 5. 148· καλλιερεῖν βοῦν Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 21 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Saupp. κοινῶς: καὶ ἄλλ’ ἱερεῖα)· ἑαυτὸν Πλουτ. Ἀλέξ. 69· ἀπολ., κ. τοῖς θεοῖς Ξεν. Ἱππαρχ. 3, 1, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 791Α· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Πλ. 1181. - Παθ., ἐὰν καὶ καλλιερηθῇ τοῖς θεοῖς Μένανδρ. ἐν «Μέθῃ» 1. 8. ΙΙ. ἐπὶ αὐτῆς τῆς θυσίας, [[παρέχω]] καλοὺς οἰωνοὺς, εἶμαι εὐοίωνος, καλλιρησάντων τῶν ἱρῶν ([[οὕτως]] ὁ Λίβιος, litato, perlitato) Ἡρόδ. 9. 19· καλλιρῆσαι θυομένοισι οὐκ ἐδύνατο τὰ ἱρὰ, αἱ θυσίαι δὲν παρεῖχον καλοὺς οἰωνούς, ἦσαν ἐπιμόνως δυσοίωνοι, ὁ αὐτ. 7. 134· ὥς σφι ἐκαλλιέρεε τὰ ἱρά, τὸ [[πρόσω]] ἐπορεύοντο ὁ αὐτ. 9. 19· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., οὐκ ἐκαλλιέρεε τοῖσι Πέρσῃσι [[ὥστε]] μάχεσθαι [[αὐτόθι]] 38· [[οὐδαμῶς]] ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν μιν ὁ αὐτ. 6. 76· κατ’ ἀντίθεσιν δὲ πρὸς τοῦτο ἔχει ἐν 9. 39, καλὰ ἐγίνετο τὰ ἱρά· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς οὐδὲ [[ταῦτα]] ἐκαλλιερεῖτο Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: καλλιερεῖν· θύειν, ἱερουργεῖν, [[καλῶς]] τὰ ἱερὰ ποιεῖν ([[καλῶς]] τοῖς ἱεροῖς χρήσασθαι)». - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «Ἕλληνες δὲ [[τότε]] καλλιερεῖν νομίζουσιν [[ὅταν]] δαίμονί τινι θύσαντες αἰσίων ἐπιτύχωσι σημείων ἐν τῷ ἥπατι τοῦ ἱερείου».
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καλλιερήσω, <i>ao.</i> ἐκαλλιέρησα, <i>pf.</i> κακαλλιέρηκα, <i>pqp.</i> ἐκεκαλλιερήκειν;<br />offrir un sacrifice favorable, sacrifier sous d'heureux auspices : τοῖς θεοῖς XÉN aux dieux ; τινα qqn ; avec un inf. : [[οὐ]] γὰρ ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν HDT car il ne pouvait obtenir d'auspices favorables à son passage ; <i>Pass.</i> être offert sous d'heureux auspices, se produire avec des présages favorables;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καλλιερέομαι]], [[καλλιεροῦμαι]] <i>au sens tr.</i><br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ἱερόν]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm