3,276,932
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καλλιερήσω, <i>ao.</i> ἐκαλλιέρησα, <i>pf.</i> κακαλλιέρηκα, <i>pqp.</i> ἐκεκαλλιερήκειν;<br />offrir un sacrifice favorable, sacrifier sous d'heureux auspices : τοῖς θεοῖς XÉN aux dieux ; τινα qqn ; avec un inf. : [[οὐ]] γὰρ ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν HDT car il ne pouvait obtenir d'auspices favorables à son passage ; <i>Pass.</i> être offert sous d'heureux auspices, se produire avec des présages favorables;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καλλιερέομαι]], [[καλλιεροῦμαι]] <i>au sens tr.</i><br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ἱερόν]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καλλιερήσω, <i>ao.</i> ἐκαλλιέρησα, <i>pf.</i> κακαλλιέρηκα, <i>pqp.</i> ἐκεκαλλιερήκειν;<br />offrir un sacrifice favorable, sacrifier sous d'heureux auspices : τοῖς θεοῖς XÉN aux dieux ; τινα qqn ; avec un inf. : [[οὐ]] γὰρ ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν HDT car il ne pouvait obtenir d'auspices favorables à son passage ; <i>Pass.</i> être offert sous d'heureux auspices, se produire avec des présages favorables;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καλλιερέομαι]], [[καλλιεροῦμαι]] <i>au sens tr.</i><br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ἱερόν]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καλλιερέω [καλός, ἱερόν] Ion. imperf. 3 sing. ἐκαλλιέρεε, med. 3 sing. ἐκαλλιερέετο, 3 plur. ἐκαλλιερέοντο; aor. ἐκαλλιέρησα, aor. pass. ἐκαλλιερήθην; ptc. perf. act. κεκαλλιερηκώς, plqperf. ἐκεκαλλιερήκειν; perf. med.-pass. κεκαλλιέρημαι; fut. καλλιερήσω met goede voortekenen offeren:; κ. ταῖς Νύμφαις τὰν ἀμνόν onder gunstige voortekenen een lam aan de nimfen offeren Theocr. 5.148; abs. goede voortekenen verkrijgen:; καλλιερῆσαι θυομένοισι οὐκ ἐδύνατο het lukte hun niet bij het offer gunstige tekens te krijgen Hdt. 7.134.2; ook med.: ἐς τὸν ( ποταμόν ) οἱ Μάγοι ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους λευκούς en toen ze aan deze rivier witte paarden offerden kregen de Magiërs gunstige tekens Hdt. 7.113.2. gunstig uitvallen (van offers); καλλιερησάντων τῶν ἱρῶν toen de offers gunstig uitvielen Hdt. 9.19.2; met inf.:; οὐ... ἐκαλλιέρεε... διαβαίνειν de offers vielen niet goed uit om de overtocht te maken Hdt. 6.76.2; met ὥστε en inf.:: οὐκ ἐκαλλιέρεε ὥστε μάχεσθαι de offers waren niet gunstig om te vechten Hdt. 9.38.2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλιερέω:''' тж. med. при благоприятных предзнаменованиях совершать жертвоприношение, приносить в жертву (ταῖς Νύμφαις τὰν ἀμνόν Theocr.; ἑαυτόν Plut.): [[ἐπεὶ]] ἐκαλλιερήσαντο Xen. после того, как жертвоприношения оказались успешными; οὐκ ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν μιν Her. жертвоприношение оказалось не в пользу его (т. е. Клеомена) переправы; καλλιερησάντων τῶν ἱερῶν Her. когда жертвоприношения ознаменовались благоприятными приметами. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καλλῐερέω:''' Ιων. καλλ-ῑρέω· παρακ. <i>κεκαλλιέρηκα</i>· ([[ἱερόν]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω ευνοϊκά σημάδια σε μια [[θυσία]], [[δέχομαι]] καλούς οιωνούς για την [[ανάληψη]] ενός εγχειρήματος, Λατ. litare, perlitare, σε Ξεν.· ομοίως και σε Μέσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[θυσιάζω]] με καλούς οιωνούς, σε Θεόκρ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για την [[ίδια]] την [[θυσία]], [[παρέχω]] καλούς οιωνούς, είμαι [[ευνοϊκός]], [[ευοίωνος]], <i>καλλιρῆσαι οὐκ ἐδύνατο</i> (<i>τὰ ἱρά</i>), οι θυσίες δεν παρείχαν καλούς οιωνούς, σε Ηρόδ.· ὥς [[σφι]] ἐκαλλιρέετο (<i>τὰ ἱρά</i>), στον ίδ.· επίσης με απαρ., <i>οὐκ ἐκαλλίρεε διαβαίνειν μιν</i>, οι θυσίες δεν ήταν ευνοϊκές, ευοίωνες για την διάβασή του, στον ίδ. — Μέσ., ὡς οὐδὲ [[ταῦτα]] ἐκαλλιερεῖτο, σε Ξεν. | |lsmtext='''καλλῐερέω:''' Ιων. καλλ-ῑρέω· παρακ. <i>κεκαλλιέρηκα</i>· ([[ἱερόν]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω ευνοϊκά σημάδια σε μια [[θυσία]], [[δέχομαι]] καλούς οιωνούς για την [[ανάληψη]] ενός εγχειρήματος, Λατ. litare, perlitare, σε Ξεν.· ομοίως και σε Μέσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[θυσιάζω]] με καλούς οιωνούς, σε Θεόκρ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για την [[ίδια]] την [[θυσία]], [[παρέχω]] καλούς οιωνούς, είμαι [[ευνοϊκός]], [[ευοίωνος]], <i>καλλιρῆσαι οὐκ ἐδύνατο</i> (<i>τὰ ἱρά</i>), οι θυσίες δεν παρείχαν καλούς οιωνούς, σε Ηρόδ.· ὥς [[σφι]] ἐκαλλιρέετο (<i>τὰ ἱρά</i>), στον ίδ.· επίσης με απαρ., <i>οὐκ ἐκαλλίρεε διαβαίνειν μιν</i>, οι θυσίες δεν ήταν ευνοϊκές, ευοίωνες για την διάβασή του, στον ίδ. — Μέσ., ὡς οὐδὲ [[ταῦτα]] ἐκαλλιερεῖτο, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καλλῐερέω''': Ἰων. [[καλλιρέω]] (Δινδ. περὶ Διαλ. Ἡροδ. XXXVII)· πρκμ. κεκαλλιέρηκα, ἴδε Ξεν. Κύρ. 6. 4, 12· ([[ἱερόν]]). Ἔχω εὐνοϊκὰ σημεῖα ἔν τινι θυσίᾳ, [[λαμβάνω]] καλοὺς οἰωνοὺς ἐπί τινι ἐπιχειρήσει, Λατιν. litare, perlitare, ἐπὶ προσώπου, κἂν καλλιερῆτε γλῶτταν ἀγαθὴν πέμπετε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Διὶ κακουμένῳ» 4, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 4, 12, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρόδ. 6. 82, Ἰσοκρ. 308Α, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 22, κτλ.· παρ’ Ἡροδ. 7. 113, ἐς τὸν (δηλ. ποταμὸν)... ἐκαλλιρέοντο σφάζοντες ἵππους, - τὸ ἐς τὸν [[συναπτέον]] τ ῷ σφάζοντες. 2) μετ’ αἰτ., [[θυσιάζω]] μετὰ καλῶν οἰωνῶν, ταῖς Νύμφαις τὸν ἀμνὸν Θεόκρ. 5. 148· καλλιερεῖν βοῦν Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 21 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Saupp. κοινῶς: καὶ ἄλλ’ ἱερεῖα)· ἑαυτὸν Πλουτ. Ἀλέξ. 69· ἀπολ., κ. τοῖς θεοῖς Ξεν. Ἱππαρχ. 3, 1, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 791Α· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Πλ. 1181. - Παθ., ἐὰν καὶ καλλιερηθῇ τοῖς θεοῖς Μένανδρ. ἐν «Μέθῃ» 1. 8. ΙΙ. ἐπὶ αὐτῆς τῆς θυσίας, [[παρέχω]] καλοὺς οἰωνοὺς, εἶμαι εὐοίωνος, καλλιρησάντων τῶν ἱρῶν ([[οὕτως]] ὁ Λίβιος, litato, perlitato) Ἡρόδ. 9. 19· καλλιρῆσαι θυομένοισι οὐκ ἐδύνατο τὰ ἱρὰ, αἱ θυσίαι δὲν παρεῖχον καλοὺς οἰωνούς, ἦσαν ἐπιμόνως δυσοίωνοι, ὁ αὐτ. 7. 134· ὥς σφι ἐκαλλιέρεε τὰ ἱρά, τὸ [[πρόσω]] ἐπορεύοντο ὁ αὐτ. 9. 19· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., οὐκ ἐκαλλιέρεε τοῖσι Πέρσῃσι [[ὥστε]] μάχεσθαι [[αὐτόθι]] 38· [[οὐδαμῶς]] ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν μιν ὁ αὐτ. 6. 76· κατ’ ἀντίθεσιν δὲ πρὸς τοῦτο ἔχει ἐν 9. 39, καλὰ ἐγίνετο τὰ ἱρά· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς οὐδὲ [[ταῦτα]] ἐκαλλιερεῖτο Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: καλλιερεῖν· θύειν, ἱερουργεῖν, [[καλῶς]] τὰ ἱερὰ ποιεῖν ([[καλῶς]] τοῖς ἱεροῖς χρήσασθαι)». - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «Ἕλληνες δὲ [[τότε]] καλλιερεῖν νομίζουσιν [[ὅταν]] δαίμονί τινι θύσαντες αἰσίων ἐπιτύχωσι σημείων ἐν τῷ ἥπατι τοῦ ἱερείου». | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |