καραδοκέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1325.png Seite 1325]] eigtl. mit aufgerichtetem, hingerecktem Kopfe nach Etwas hinsehen, lauern, aufpassen, aufmerken, erwarten; καραδόκει [[ὅταν]] στράτευμ' Ἀργείων ἐξίῃ Eur. Tr. 93; αὔραν ἱστίοις 456; σάλπιγγος αὐδὴν προσδοκῶν καραδοκεῖ Rhes. 114; τἀπιόντα τραύματα I. T. 313; πέμπει Κάδμον καραδοκήσοντα τὴν μάχην ᾗ πεσέεται Her. 7, 163; καραδοκοῦντες τὰ προσταχθησόμενα Xen. Mem. 3, 5, 6; Sp., τὸν καιρόν, τὸ μέλλον, Pol. 1, 33, 11. 2, 52, 6; – Ar. vrbdt ἐκαραδόκησεν εἰς ἔμ' ἡ βουλὴ [[πάλιν]], Equ. 661, sah auf mich.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1325.png Seite 1325]] eigtl. mit aufgerichtetem, hingerecktem Kopfe nach Etwas hinsehen, lauern, aufpassen, aufmerken, erwarten; καραδόκει [[ὅταν]] στράτευμ' Ἀργείων ἐξίῃ Eur. Tr. 93; αὔραν ἱστίοις 456; σάλπιγγος αὐδὴν προσδοκῶν καραδοκεῖ Rhes. 114; τἀπιόντα τραύματα I. T. 313; πέμπει Κάδμον καραδοκήσοντα τὴν μάχην ᾗ πεσέεται Her. 7, 163; καραδοκοῦντες τὰ προσταχθησόμενα Xen. Mem. 3, 5, 6; Sp., τὸν καιρόν, τὸ μέλλον, Pol. 1, 33, 11. 2, 52, 6; – Ar. vrbdt ἐκαραδόκησεν εἰς ἔμ' ἡ βουλὴ [[πάλιν]], Equ. 661, sah auf mich.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tendre la tête pour observer <i>ou</i> pour écouter : [[τι]] écouter qch le cou tendu, observer <i>ou</i> épier attentivement qch, attendre qch avec impatience ; <i>avec un relat.</i> : κ. τὴν μάχην [[τῇ]] πεσέεται HDT attendre anxieusement comment se décidera le combat ; τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται HDT comment se décidera la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[κάρα]], [[δέχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰρᾱδοκέω''': [[κυρίως]], [[ἀναμένω]] μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ ἔχων τεταμένην κεφαλήν, [[περιμένω]] μετ’ ἀνησυχίας, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως καρ. τὴν μάχην τῇ πεσέεται Ἡρόδ. 7. 163, 168· τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται ὁ αὐτ. 8. 67· οὕτω, κ. [[ὅταν]] [[στράτευμα]].. ἐξίῃ Εὐρ. Τρῳ. 93· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., αὔοαν ἱστίοις κ. [[αὐτόθι]] 456. κ. τἀνθένδε Ἡρακλ. 279· κ. ἀγῶνας Ἑλ. 739· παρουσίαν τινὸς Ι. Α. 1433· τἀπιόντα τραύματα Ι. Τ. 313, κτλ.· τὰ προσταχθησόμενα Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 6· [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, κ. τὸν καιρὸν Πολύβ. 1. 33, 11· - [[ὡσαύτως]], κ. εἴς τινα: ἐκαραδόκησεν εἰς ἐμὲ ἡ βουλὴ [[πάλιν]], ἀπέβλεψεν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 663.
|lstext='''κᾰρᾱδοκέω''': [[κυρίως]], [[ἀναμένω]] μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ ἔχων τεταμένην κεφαλήν, [[περιμένω]] μετ’ ἀνησυχίας, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως καρ. τὴν μάχην τῇ πεσέεται Ἡρόδ. 7. 163, 168· τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται ὁ αὐτ. 8. 67· οὕτω, κ. [[ὅταν]] [[στράτευμα]].. ἐξίῃ Εὐρ. Τρῳ. 93· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., αὔοαν ἱστίοις κ. [[αὐτόθι]] 456. κ. τἀνθένδε Ἡρακλ. 279· κ. ἀγῶνας Ἑλ. 739· παρουσίαν τινὸς Ι. Α. 1433· τἀπιόντα τραύματα Ι. Τ. 313, κτλ.· τὰ προσταχθησόμενα Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 6· [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, κ. τὸν καιρὸν Πολύβ. 1. 33, 11· - [[ὡσαύτως]], κ. εἴς τινα: ἐκαραδόκησεν εἰς ἐμὲ ἡ βουλὴ [[πάλιν]], ἀπέβλεψεν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 663.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tendre la tête pour observer <i>ou</i> pour écouter : [[τι]] écouter qch le cou tendu, observer <i>ou</i> épier attentivement qch, attendre qch avec impatience ; <i>avec un relat.</i> : κ. τὴν μάχην [[τῇ]] πεσέεται HDT attendre anxieusement comment se décidera le combat ; τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται HDT comment se décidera la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[κάρα]], [[δέχομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm