Anonymous

καραδοκέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />tendre la tête pour observer <i>ou</i> pour écouter : [[τι]] écouter qch le cou tendu, observer <i>ou</i> épier attentivement qch, attendre qch avec impatience ; <i>avec un relat.</i> : κ. τὴν μάχην [[τῇ]] πεσέεται HDT attendre anxieusement comment se décidera le combat ; τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται HDT comment se décidera la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[κάρα]], [[δέχομαι]].
|btext=-ῶ :<br />tendre la tête pour observer <i>ou</i> pour écouter : [[τι]] écouter qch le cou tendu, observer <i>ou</i> épier attentivement qch, attendre qch avec impatience ; <i>avec un relat.</i> : κ. τὴν μάχην [[τῇ]] πεσέεται HDT attendre anxieusement comment se décidera le combat ; τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται HDT comment se décidera la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[κάρα]], [[δέχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰρᾱδοκέω''': [[κυρίως]], [[ἀναμένω]] μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ ἔχων τεταμένην κεφαλήν, [[περιμένω]] μετ’ ἀνησυχίας, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως καρ. τὴν μάχην τῇ πεσέεται Ἡρόδ. 7. 163, 168· τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται ὁ αὐτ. 8. 67· οὕτω, κ. [[ὅταν]] [[στράτευμα]].. ἐξίῃ Εὐρ. Τρῳ. 93· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., αὔοαν ἱστίοις κ. [[αὐτόθι]] 456. κ. τἀνθένδε Ἡρακλ. 279· κ. ἀγῶνας Ἑλ. 739· παρουσίαν τινὸς Ι. Α. 1433· τἀπιόντα τραύματα Ι. Τ. 313, κτλ.· τὰ προσταχθησόμενα Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 6· [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, κ. τὸν καιρὸν Πολύβ. 1. 33, 11· - [[ὡσαύτως]], κ. εἴς τινα: ἐκαραδόκησεν εἰς ἐμὲ ἡ βουλὴ [[πάλιν]], ἀπέβλεψεν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 663.
|elnltext=καραδοκέω [κάρα, δέχομαι] Ion. ptc. καραδοκέοντες, imperf. ἐκαραδόκεον afwachten, in spanning wachten:; καραδοκεῖν τὴν μάχην τῇ πεσέεται afwachten hoe de strijd zou aflopen Hdt. 7.163.2; ἐκαραδόκησεν εἰς ἔμ’ ἡ βουλή de raad keek afwachtend naar mij Aristoph. Eq. 663; wachten op:. σιγῶσι καραδοκοῦντες τὰ προσταχθησόμενα zij wachtten in stilte op de komende bevelen Xen. Mem. 3.5.6.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰρᾱδοκέω:''' [[с пристальным вниманием высматривать]], [[напряженно выжидать]]: κ. τὸν πόλεμον τῇ πεσέεται Her. выжидать, чем кончится война; αὔραν ἱστίοις καραδοκῶν Eur. выжидая ветра для парусов, т. е. попутного ветра; κ. τἀπιόντα τραύματα Eur. внимательно следить за наносимыми ударами, т. е. бдительно отражать их; κ. εἴς τινα Arph. обратить свои взоры на кого-л.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰρᾱδοκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[παρατηρώ]] έχοντας τεντωμένο το [[κεφάλι]], δηλ. [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]] ή [[αγωνία]], σε Ηρόδ., Ευρ., Ξεν.· επίσης, <i>κ. εἴς τινα</i>, [[αποβλέπω]] σε κάποιον, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κᾰρᾱδοκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[παρατηρώ]] έχοντας τεντωμένο το [[κεφάλι]], δηλ. [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]] ή [[αγωνία]], σε Ηρόδ., Ευρ., Ξεν.· επίσης, <i>κ. εἴς τινα</i>, [[αποβλέπω]] σε κάποιον, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰρᾱδοκέω:''' [[с пристальным вниманием высматривать]], [[напряженно выжидать]]: κ. τὸν πόλεμον τῇ πεσέεται Her. выжидать, чем кончится война; αὔραν ἱστίοις καραδοκῶν Eur. выжидая ветра для парусов, т. е. попутного ветра; κ. τἀπιόντα τραύματα Eur. внимательно следить за наносимыми ударами, т. е. бдительно отражать их; κ. εἴς τινα Arph. обратить свои взоры на кого-л.
|lstext='''κᾰρᾱδοκέω''': [[κυρίως]], [[ἀναμένω]] μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ ἔχων τεταμένην κεφαλήν, [[περιμένω]] μετ’ ἀνησυχίας, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως καρ. τὴν μάχην τῇ πεσέεται Ἡρόδ. 7. 163, 168· τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται ὁ αὐτ. 8. 67· οὕτω, κ. [[ὅταν]] [[στράτευμα]].. ἐξίῃ Εὐρ. Τρῳ. 93· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., αὔοαν ἱστίοις κ. [[αὐτόθι]] 456. κ. τἀνθένδε Ἡρακλ. 279· κ. ἀγῶνας Ἑλ. 739· παρουσίαν τινὸς Ι. Α. 1433· τἀπιόντα τραύματα Ι. Τ. 313, κτλ.· τὰ προσταχθησόμενα Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 6· [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, κ. τὸν καιρὸν Πολύβ. 1. 33, 11· - [[ὡσαύτως]], κ. εἴς τινα: ἐκαραδόκησεν εἰς ἐμὲ ἡ βουλὴ [[πάλιν]], ἀπέβλεψεν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 663.
}}
{{elnl
|elnltext=καραδοκέω [κάρα, δέχομαι] Ion. ptc. καραδοκέοντες, imperf. ἐκαραδόκεον afwachten, in spanning wachten:; καραδοκεῖν τὴν μάχην τῇ πεσέεται afwachten hoe de strijd zou aflopen Hdt. 7.163.2; ἐκαραδόκησεν εἰς ἔμ’ ἡ βουλή de raad keek afwachtend naar mij Aristoph. Eq. 663; wachten op:. σιγῶσι καραδοκοῦντες τὰ προσταχθησόμενα zij wachtten in stilte op de komende bevelen Xen. Mem. 3.5.6.
}}
}}
{{etym
{{etym