3,277,121
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=oi)aki/zw | |Beta Code=oi)aki/zw | ||
|Definition=Ion. οἰηκ-, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[steer]]: hence, [[govern]], [[guide]], [[manage]], τελαμῶσι σκυτίνοις οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] <span class="bibl">Hdt.1.171</span>; <b class="b3">[ἵππους] οἰ</b>. [[guide]] them (when swimming), <span class="bibl">Plb.3.43.4</span>, etc.:—Pass., of horses, ἀπὸ ῥαβδίου -ίζεσθαι <span class="bibl">Str.17.3.7</span>; of the seasons, Gal.9.914. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., τὰ πάντα οἰ. Κεραυνός <span class="bibl">Heraclit.64</span>; τοὺς νέους -οντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1172a21</span>:—Pass., ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος -όμενος <span class="bibl">D.S.18.59</span>.</span> | |Definition=Ion. οἰηκ-, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[steer]]: hence, [[govern]], [[guide]], [[manage]], τελαμῶσι σκυτίνοις οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] <span class="bibl">Hdt.1.171</span>; <b class="b3">[ἵππους] οἰ</b>. [[guide]] them (when swimming), <span class="bibl">Plb.3.43.4</span>, etc.:—Pass., of horses, ἀπὸ ῥαβδίου -ίζεσθαι <span class="bibl">Str.17.3.7</span>; of the seasons, Gal.9.914. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., τὰ πάντα οἰ. Κεραυνός <span class="bibl">Heraclit.64</span>; τοὺς νέους -οντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1172a21</span>:—Pass., ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος -όμενος <span class="bibl">D.S.18.59</span>.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=gouverner, diriger.<br />'''Étymologie:''' [[οἴαξ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰᾱκίζω''': Ἰων. οἰηκ-, [[στρέφω]] τὸν οἴακα, κυβερνῶ καὶ [[ἑπομένως]] ὁδηγῶ, [[διευθύνω]], κινῶ, πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]], τελαμῶσι σκυτίνοισι οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] Ἡρόδ. 1. 171· ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος Πολύβ. 3. 43, 4, κτλ.· - Παθ., ἐπὶ ἵππων, ἀπὸ ῥαβδίου οἰακίζεσθαι Στράβ. 828. 2) μεταφ., τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 1, 1. - Παθ., ὁ κοινὸς [[βίος]] [[ὥσπερ]] ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος Διόδ. 18. 59. | |lstext='''οἰᾱκίζω''': Ἰων. οἰηκ-, [[στρέφω]] τὸν οἴακα, κυβερνῶ καὶ [[ἑπομένως]] ὁδηγῶ, [[διευθύνω]], κινῶ, πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]], τελαμῶσι σκυτίνοισι οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] Ἡρόδ. 1. 171· ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος Πολύβ. 3. 43, 4, κτλ.· - Παθ., ἐπὶ ἵππων, ἀπὸ ῥαβδίου οἰακίζεσθαι Στράβ. 828. 2) μεταφ., τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 1, 1. - Παθ., ὁ κοινὸς [[βίος]] [[ὥσπερ]] ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος Διόδ. 18. 59. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |