νεοσσεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0244.png Seite 244]] s. das att. [[νεοττεύω]] u. das ion. [[νοσσεύω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0244.png Seite 244]] s. das att. [[νεοττεύω]] u. das ion. [[νοσσεύω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire éclore;<br /><b>2</b> faire son nid, nicher.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοσσεύω''': Ἀττ. νεοττεύω, [[ἐπῳάζω]], κλωσσῶ, ἢ [[ἐκκολάπτω]] νεοσσούς, «ξεκλωσσῶ», «ξεπουλιάζω», ἐνεόττευσεν γένος Ἀριστ. Ὄρν. 699. 2) [[κατασκευάζω]] φωλεάν, Λατ. nidificare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6, κτλ.· - Παθ., ὅσα ἦν νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, ὅσα εἶχον τὰς φωλεάς των, Ἡροδ. 1. 159. - Παρὰ τοῖς Ἑβδ. εὑρίσκομεν τὸν τύπον [[νοσσεύω]], καὶ παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἡ κοινὴ γραφὴ [[εἶναι]] νενοσσευμένα, ἀλλ’ [[εἶναι]] ἡμαρτημένη, ὡς φαίνεται ἐκ τῆς παρ’ αὐτῷ χρήσεως τοῦ τύπου νεοσσιή.
|lstext='''νεοσσεύω''': Ἀττ. νεοττεύω, [[ἐπῳάζω]], κλωσσῶ, ἢ [[ἐκκολάπτω]] νεοσσούς, «ξεκλωσσῶ», «ξεπουλιάζω», ἐνεόττευσεν γένος Ἀριστ. Ὄρν. 699. 2) [[κατασκευάζω]] φωλεάν, Λατ. nidificare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6, κτλ.· - Παθ., ὅσα ἦν νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, ὅσα εἶχον τὰς φωλεάς των, Ἡροδ. 1. 159. - Παρὰ τοῖς Ἑβδ. εὑρίσκομεν τὸν τύπον [[νοσσεύω]], καὶ παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἡ κοινὴ γραφὴ [[εἶναι]] νενοσσευμένα, ἀλλ’ [[εἶναι]] ἡμαρτημένη, ὡς φαίνεται ἐκ τῆς παρ’ αὐτῷ χρήσεως τοῦ τύπου νεοσσιή.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire éclore;<br /><b>2</b> faire son nid, nicher.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]].
}}
}}
{{grml
{{grml