νεοσσεύω

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσεύω Medium diacritics: νεοσσεύω Low diacritics: νεοσσεύω Capitals: ΝΕΟΣΣΕΥΩ
Transliteration A: neosseúō Transliteration B: neosseuō Transliteration C: neosseyo Beta Code: neosseu/w

English (LSJ)

Att. νεοττεύω, Ion. and Hellenistic νοσσεύω,
A hatch, ἐνεόττευσεν γένος Ar.Av.699.
2 build a nest, Arist.HA559a4, etc.; μελιττῶν ἐν τῷ στήθει τοῦ λέοντος νενοσσευκότων J.AJ5.8.6: metaph., [σοφία] θεμέλιον αἰῶνος ἐνόσσευσε LXX Si.1.15:—Pass., ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα = as many species of birds as had their nests, Hdt.1.159.

German (Pape)

[Seite 244] s. das att. νεοττεύω u. das ion. νοσσεύω.

French (Bailly abrégé)

1 faire éclore;
2 faire son nid, nicher.
Étymologie: νεοττός.

Russian (Dvoretsky)

νεοσσεύω: атт. νεοττεύω
1 высиживать, выводить (γένος Arph.);
2 вить гнездо Arst.: νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα Her. гнездящиеся виды птиц.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσσεύω: Ἀττ. νεοττεύω, ἐπῳάζω, κλωσσῶ, ἢ ἐκκολάπτω νεοσσούς, «ξεκλωσσῶ», «ξεπουλιάζω», ἐνεόττευσεν γένος Ἀριστ. Ὄρν. 699. 2) κατασκευάζω φωλεάν, Λατ. nidificare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6, κτλ.· - Παθ., ὅσα ἦν νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, ὅσα εἶχον τὰς φωλεάς των, Ἡροδ. 1. 159. - Παρὰ τοῖς Ἑβδ. εὑρίσκομεν τὸν τύπον νοσσεύω, καὶ παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἡ κοινὴ γραφὴ εἶναι νενοσσευμένα, ἀλλ’ εἶναι ἡμαρτημένη, ὡς φαίνεται ἐκ τῆς παρ’ αὐτῷ χρήσεως τοῦ τύπου νεοσσιή.

Greek Monolingual

(ΑΜ νεοσσεύω και νοσσεύω, Α αττ. τ. νεοττεύω, Μ και νοσσιεύω) νεοσσός
κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς
μσν.
μτφ. (για πρόσ.) κατοικώ
μσν.-αρχ.
(κυρίως το παθ.) ν(ε)οσσεύομαι
φωλιάζω («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», Ηρόδ.)
αρχ.
κατασκευάζω νεοσσιά, φτιάχνω φωλιά.

Greek Monotonic

νεοσσεύω: (νεοσσός), Αττ. νεοττεύω, μέλ. -σω,
1. κλώθω, επωάζω, σε Αριστοφ.
2. χτίζω φωλιά — Παθ., ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, όσα είχαν χτισμένες τις φωλιές τους, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

νεοσσεύω, νεοσσός
1. to hatch, Ar.
2. to build a nest:—Pass., ὅσα ἦν νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα as many as had their nests built, Hdt.