κλόνος: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1456.png Seite 1456]] ὁ, heftige, verworrene Bewegung; in der Il. immer Schlachtgetümmel; κατὰ κλόνον [[αὖθις]] ἐλάσσας Il. 16, 713; ὁ μὲν τὸν ἰόντα κατὰ κλόνον οὐκ ἐνόησεν 789; [[κλόνος]] ἐγχειάων, Speergedränge, 5, 167. 20, 319; κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν Hes. Sc. 148; [[ῥιψαύχην]] Pind. frg. 224; ἀσπίστορας κλόνους λογχίμους, Schild- und Speergedränge, Aesch. Ag. 393; ἱππιοχάρμαι Pers. 107; [[κλόνος]] Γιγάντων Eur. Ion 206; komisch, ζωμοῦ ἐμπλησθεὶς ἐταράχθης τὴν γαστέρα καὶ [[κλόνος]] αὐτὴν διεκορκορύγησε Ar. Nubb. 386; sp. D.; auch Themist., der es or. 6 p. 73 mit [[ταραχή]] vrbdt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1456.png Seite 1456]] ὁ, heftige, verworrene Bewegung; in der Il. immer Schlachtgetümmel; κατὰ κλόνον [[αὖθις]] ἐλάσσας Il. 16, 713; ὁ μὲν τὸν ἰόντα κατὰ κλόνον οὐκ ἐνόησεν 789; [[κλόνος]] ἐγχειάων, Speergedränge, 5, 167. 20, 319; κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν Hes. Sc. 148; [[ῥιψαύχην]] Pind. frg. 224; ἀσπίστορας κλόνους λογχίμους, Schild- und Speergedränge, Aesch. Ag. 393; ἱππιοχάρμαι Pers. 107; [[κλόνος]] Γιγάντων Eur. Ion 206; komisch, ζωμοῦ ἐμπλησθεὶς ἐταράχθης τὴν γαστέρα καὶ [[κλόνος]] αὐτὴν διεκορκορύγησε Ar. Nubb. 386; sp. D.; auch Themist., der es or. 6 p. 73 mit [[ταραχή]] vrbdt.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />agitation, tumulte d'un combat ; <i>en gén.</i> mouvement tumultueux ; <i>p. ext.</i> trouble du bas-ventre.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κέλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλόνος''': ὁ, ποιητ. [[λέξις]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ὡς τὸ [[κλονέω]]) μόνον ἐν τῇ Ἰλ., πᾶσα βιαία, συγκεχυμένη [[κίνησις]], ἡ ταραχὴ τῆς μάχης, ἰδίως ἐπὶ ἀνθρώπων φευγόντων ἐν ταραχῇ καὶ συγχύσει, ἡ τῆς μάχης [[ταραχή]], [[θόρυβος]], κατὰ κλόνον Ἰλ. Π. 331, 713, 729· κλ. ἐγχειάων, ὁ ὠθισμὸς τῶν δοράτων, Ε. 176, Υ. 319· κλ. ἀνδρῶν, ὠθισμὸς ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· [[οὕτως]], Αἰσχύλ. (ἐν λυρικ. χωρίοις), κλόνους ἱππιοχάρμας, πλήθη μαχομένων ἱππέων, Πέρσ. 107· ἀσπίστορας κλόνους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 405· [[ἅπαξ]] παρ’ Εὐρ., σκέψαι… κλόνον Γιγάντων Ἴων 206· καὶ κωμικῶς, [[θόρυβος]], ταραχὴ τῶν ἐντέρων, Ἀριστοφ. Νεφ. 387· πρβλ. [[κλονέω]].
|lstext='''κλόνος''': ὁ, ποιητ. [[λέξις]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ὡς τὸ [[κλονέω]]) μόνον ἐν τῇ Ἰλ., πᾶσα βιαία, συγκεχυμένη [[κίνησις]], ἡ ταραχὴ τῆς μάχης, ἰδίως ἐπὶ ἀνθρώπων φευγόντων ἐν ταραχῇ καὶ συγχύσει, ἡ τῆς μάχης [[ταραχή]], [[θόρυβος]], κατὰ κλόνον Ἰλ. Π. 331, 713, 729· κλ. ἐγχειάων, ὁ ὠθισμὸς τῶν δοράτων, Ε. 176, Υ. 319· κλ. ἀνδρῶν, ὠθισμὸς ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· [[οὕτως]], Αἰσχύλ. (ἐν λυρικ. χωρίοις), κλόνους ἱππιοχάρμας, πλήθη μαχομένων ἱππέων, Πέρσ. 107· ἀσπίστορας κλόνους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 405· [[ἅπαξ]] παρ’ Εὐρ., σκέψαι… κλόνον Γιγάντων Ἴων 206· καὶ κωμικῶς, [[θόρυβος]], ταραχὴ τῶν ἐντέρων, Ἀριστοφ. Νεφ. 387· πρβλ. [[κλονέω]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />agitation, tumulte d'un combat ; <i>en gén.</i> mouvement tumultueux ; <i>p. ext.</i> trouble du bas-ventre.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κέλομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth