Anonymous

κλόνος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />agitation, tumulte d'un combat ; <i>en gén.</i> mouvement tumultueux ; <i>p. ext.</i> trouble du bas-ventre.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κέλομαι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />agitation, tumulte d'un combat ; <i>en gén.</i> mouvement tumultueux ; <i>p. ext.</i> trouble du bas-ventre.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κέλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κλόνος''': , ποιητ. [[λέξις]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ὡς τὸ [[κλονέω]]) μόνον ἐν τῇ Ἰλ., πᾶσα βιαία, συγκεχυμένη [[κίνησις]], ἡ ταραχὴ τῆς μάχης, ἰδίως ἐπὶ ἀνθρώπων φευγόντων ἐν ταραχῇ καὶ συγχύσει, ἡ τῆς μάχης [[ταραχή]], [[θόρυβος]], κατὰ κλόνον Ἰλ. Π. 331, 713, 729· κλ. ἐγχειάων, ὁ ὠθισμὸς τῶν δοράτων, Ε. 176, Υ. 319· κλ. ἀνδρῶν, ὠθισμὸς ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· [[οὕτως]], Αἰσχύλ. (ἐν λυρικ. χωρίοις), κλόνους ἱππιοχάρμας, πλήθη μαχομένων ἱππέων, Πέρσ. 107· ἀσπίστορας κλόνους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 405· [[ἅπαξ]] παρ’ Εὐρ., σκέψαι… κλόνον Γιγάντων Ἴων 206· καὶ κωμικῶς, [[θόρυβος]], ταραχὴ τῶν ἐντέρων, Ἀριστοφ. Νεφ. 387· πρβλ. [[κλονέω]].
|elnltext=κλόνος -ου, ὁ [~ κέλομαι] krijgsgewoel, strijd; uitbr. kluwen vechtenden:; ἀσπίστορας κλόνους de kluwen schilddragende strijders Aeschl. Ag. 404; van de buik winderigheid.
}}
{{elru
|elrutext='''κλόνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[смятение]], [[суматоха]], [[замешательство]], [[схватка]], [[свалка]]: κατὰ κλόνον Hom. в разгар(е) боя; κ. ἐγχειάων Hom. множество копий; [[ἀσπίστορες]] κλόνοι [[λόγχιμοι]] Aesch. смятение щитов и копий, т. е. ужасы войны; ἱππιοχάρμαι κλόνοι Aesch. конные битвы;<br /><b class="num">2)</b> шутл. [[расстройство]] (sc. τῆς γαστρός Arph.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κλόνος:''' ὁ, [[κάθε]] βίαια και συγκεχυμένη [[κίνηση]], [[πίεση]], [[ταραχή]] της μάχης, [[αναστάτωση]], [[σάλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κλόνοι ἱππιόχαρμαι</i>, τα πλήθη των μαχόμενων ιππέων, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κλόνος:''' ὁ, [[κάθε]] βίαια και συγκεχυμένη [[κίνηση]], [[πίεση]], [[ταραχή]] της μάχης, [[αναστάτωση]], [[σάλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κλόνοι ἱππιόχαρμαι</i>, τα πλήθη των μαχόμενων ιππέων, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κλόνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[смятение]], [[суматоха]], [[замешательство]], [[схватка]], [[свалка]]: κατὰ κλόνον Hom. в разгар(е) боя; κ. ἐγχειάων Hom. множество копий; [[ἀσπίστορες]] κλόνοι [[λόγχιμοι]] Aesch. смятение щитов и копий, т. е. ужасы войны; ἱππιοχάρμαι κλόνοι Aesch. конные битвы;<br /><b class="num">2)</b> шутл. [[расстройство]] (sc. τῆς γαστρός Arph.).
|lstext='''κλόνος''': , ποιητ. [[λέξις]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ὡς τὸ [[κλονέω]]) μόνον ἐν τῇ Ἰλ., πᾶσα βιαία, συγκεχυμένη [[κίνησις]], ἡ ταραχὴ τῆς μάχης, ἰδίως ἐπὶ ἀνθρώπων φευγόντων ἐν ταραχῇ καὶ συγχύσει, ἡ τῆς μάχης [[ταραχή]], [[θόρυβος]], κατὰ κλόνον Ἰλ. Π. 331, 713, 729· κλ. ἐγχειάων, ὁ ὠθισμὸς τῶν δοράτων, Ε. 176, Υ. 319· κλ. ἀνδρῶν, ὠθισμὸς ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· [[οὕτως]], Αἰσχύλ. (ἐν λυρικ. χωρίοις), κλόνους ἱππιοχάρμας, πλήθη μαχομένων ἱππέων, Πέρσ. 107· ἀσπίστορας κλόνους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 405· [[ἅπαξ]] παρ’ Εὐρ., σκέψαι… κλόνον Γιγάντων Ἴων 206· καὶ κωμικῶς, [[θόρυβος]], ταραχὴ τῶν ἐντέρων, Ἀριστοφ. Νεφ. 387· πρβλ. [[κλονέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κλόνος -ου, [~ κέλομαι] krijgsgewoel, strijd; uitbr. kluwen vechtenden:; ἀσπίστορας κλόνους de kluwen schilddragende strijders Aeschl. Ag. 404; van de buik winderigheid.
}}
}}
{{etym
{{etym