κυκεών: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1525.png Seite 1525]] ῶνος, ὁ, acc. κυκεῶνα, Hippocr., Ar. Pax 712, Plat. u. sonst, von den Atticisten für hellenistisch erkl., u. κυκεῶ, Od., [[κυκειῶ]], Il.; von [[κυκάω]], [[Gemisch]], Gemenge; bes. [[Mischtrank]], aus Gerstengraupen, ἄλφιτα, geriebenem Ziegenkäse u. pramnischem Weine bereitet, als Stärkungsmittel, Il. 11, 624. 641; Kirke thut noch Honig dazu, Od. 10, 234. 290. 316, wo er auch [[σῖτος]], nicht wie in der Il. [[πότος]] heißt; es war also ein ziemlich dicker Brei; H. h. Cer. 208 aus Gerstengraupen, Wasser u. Polei, [[γλήχων]] gemischt; dah. κυκεὼν [[βληχωνίας]] Ar. Pax 696. Eine Art Zaubertrank, Plat. Rep. III, 408 b. Von den Aerzten wird ein solcher Trank aus verschiedenen Kräutern bereitet und als Arznei gegeben, Medic. – Uebh. Verwirrung, [[Mischmasch]]; Luc. Icaromen. 17; ἔμπεδον [[οὐδέν]], [[ἀλλά]] κως εἰς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται Vit. auct. 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1525.png Seite 1525]] ῶνος, ὁ, acc. κυκεῶνα, Hippocr., Ar. Pax 712, Plat. u. sonst, von den Atticisten für hellenistisch erkl., u. κυκεῶ, Od., [[κυκειῶ]], Il.; von [[κυκάω]], [[Gemisch]], Gemenge; bes. [[Mischtrank]], aus Gerstengraupen, ἄλφιτα, geriebenem Ziegenkäse u. pramnischem Weine bereitet, als Stärkungsmittel, Il. 11, 624. 641; Kirke thut noch Honig dazu, Od. 10, 234. 290. 316, wo er auch [[σῖτος]], nicht wie in der Il. [[πότος]] heißt; es war also ein ziemlich dicker Brei; H. h. Cer. 208 aus Gerstengraupen, Wasser u. Polei, [[γλήχων]] gemischt; dah. κυκεὼν [[βληχωνίας]] Ar. Pax 696. Eine Art Zaubertrank, Plat. Rep. III, 408 b. Von den Aerzten wird ein solcher Trank aus verschiedenen Kräutern bereitet und als Arznei gegeben, Medic. – Uebh. Verwirrung, [[Mischmasch]]; Luc. Icaromen. 17; ἔμπεδον [[οὐδέν]], [[ἀλλά]] κως εἰς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται Vit. auct. 14.
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br /><i>acc. sg.</i> -ῶνα, <i>par sync. et contr.</i> -ῶ :<br /><b>1</b> breuvage composé, dans l'IL de farine, de fromage râpé et de vin de Pramnos (fondue ?!?!?!), <i>postér.</i> d'ingrédients divers;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> trouble, désordre, confusion.<br />'''Étymologie:''' [[κυκάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠκεών''': -ῶνος, ὁ· αἰτιατ. κυκεῶνα (Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, Πλάτ. Πολ. 480Β, κτλ.), συντετμημένον, κυκεῶ, ὡς ἀείποτε ἐν τῇ Ὀδ. καὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ., ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλιάδι ἀείποτε Ἐπικ. αἰτ. κυκειῶ· ([[κυκάω]]). Μεμιγμένον τι [[ποτὸν]] συσκευαζόμενον δι’ ἀναμίξεως κριθίνου ἀλεύρου, τετριμμένου τυροῦ καὶ Πραμνείου οἴνου, Ἰλ. Λ. 624, 641· εἰς ἃ ἡ Κίρκη προσέθηκε [[μέλι]] καὶ μαγικὰ φάρμακα (φάρμακα λυγρά), Ὀδ. Κ. 234 κἑξ., πρβλ. 316. Ἡ [[σύστασις]] [[αὐτοῦ]] ἦτο οἵα καὶ ἡ τοῦ ἔτνους (πηκτῆς σούπας) ὡς δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ ἐκ τοῦ ὅτι καλεῖται [[σῖτος]] ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., καὶ [[ποτὸν]] ἐν τῇ Ἰλ.· ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 208, ὁ κυκεὼν ὁ δοθεὶς τῇ Δήμητρι περιεῖχεν ἄλφιτα, [[ὕδωρ]] καὶ γλήχωνα· οὕτω, κ. [[βληχωνίας]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· ― ἀκολούθως διάφοροι οὐσίαι ἐνεβάλλοντο εἰς τὸν κυκεῶνα, [[κυρίως]] πρὸς ἰατρικὴν χρῆσιν, καὶ διάφορα ὀνόματα ἐλάμβανεν [[ἑπομένως]] ὁ [[κυκεών]], ἐπ’ οἴνῳ, ἐπὶ μέλιτι, ἐφ’ ὕδατι, κτλ., Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ., ἴδε Foës Oecon. ― Τὸ Λατ. [[ὄνομα]] ἦτο cinnus, Arnob. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ παντὸς μίγματος, σύμφυρμα, [[σύγκραμα]], [[κυκεών]], «ἀνακάτωμα», Λουκ. Βίων Πρᾶσις 14, Ἰκαρ. 17.
|lstext='''κῠκεών''': -ῶνος, ὁ· αἰτιατ. κυκεῶνα (Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, Πλάτ. Πολ. 480Β, κτλ.), συντετμημένον, κυκεῶ, ὡς ἀείποτε ἐν τῇ Ὀδ. καὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ., ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλιάδι ἀείποτε Ἐπικ. αἰτ. κυκειῶ· ([[κυκάω]]). Μεμιγμένον τι [[ποτὸν]] συσκευαζόμενον δι’ ἀναμίξεως κριθίνου ἀλεύρου, τετριμμένου τυροῦ καὶ Πραμνείου οἴνου, Ἰλ. Λ. 624, 641· εἰς ἃ ἡ Κίρκη προσέθηκε [[μέλι]] καὶ μαγικὰ φάρμακα (φάρμακα λυγρά), Ὀδ. Κ. 234 κἑξ., πρβλ. 316. Ἡ [[σύστασις]] [[αὐτοῦ]] ἦτο οἵα καὶ ἡ τοῦ ἔτνους (πηκτῆς σούπας) ὡς δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ ἐκ τοῦ ὅτι καλεῖται [[σῖτος]] ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., καὶ [[ποτὸν]] ἐν τῇ Ἰλ.· ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 208, ὁ κυκεὼν ὁ δοθεὶς τῇ Δήμητρι περιεῖχεν ἄλφιτα, [[ὕδωρ]] καὶ γλήχωνα· οὕτω, κ. [[βληχωνίας]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· ― ἀκολούθως διάφοροι οὐσίαι ἐνεβάλλοντο εἰς τὸν κυκεῶνα, [[κυρίως]] πρὸς ἰατρικὴν χρῆσιν, καὶ διάφορα ὀνόματα ἐλάμβανεν [[ἑπομένως]] ὁ [[κυκεών]], ἐπ’ οἴνῳ, ἐπὶ μέλιτι, ἐφ’ ὕδατι, κτλ., Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ., ἴδε Foës Oecon. ― Τὸ Λατ. [[ὄνομα]] ἦτο cinnus, Arnob. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ παντὸς μίγματος, σύμφυρμα, [[σύγκραμα]], [[κυκεών]], «ἀνακάτωμα», Λουκ. Βίων Πρᾶσις 14, Ἰκαρ. 17.
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br /><i>acc. sg.</i> -ῶνα, <i>par sync. et contr.</i> -ῶ :<br /><b>1</b> breuvage composé, dans l'IL de farine, de fromage râpé et de vin de Pramnos (fondue ?!?!?!), <i>postér.</i> d'ingrédients divers;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> trouble, désordre, confusion.<br />'''Étymologie:''' [[κυκάω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth