Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυκεών: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῶνος (ὁ) :<br /><i>acc. sg.</i> -ῶνα, <i>par sync. et contr.</i> -ῶ :<br /><b>1</b> breuvage composé, dans l'IL de farine, de fromage râpé et de vin de Pramnos (fondue ?!?!?!), <i>postér.</i> d'ingrédients divers;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> trouble, désordre, confusion.<br />'''Étymologie:''' [[κυκάω]].
|btext=ῶνος (ὁ) :<br /><i>acc. sg.</i> -ῶνα, <i>par sync. et contr.</i> -ῶ :<br /><b>1</b> breuvage composé, dans l'IL de farine, de fromage râpé et de vin de Pramnos (fondue ?!?!?!), <i>postér.</i> d'ingrédients divers;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> trouble, désordre, confusion.<br />'''Étymologie:''' [[κυκάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῠκεών''': -ῶνος, ὁ· αἰτιατ. κυκεῶνα (Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, Πλάτ. Πολ. 480Β, κτλ.), συντετμημένον, κυκεῶ, ὡς ἀείποτε ἐν τῇ Ὀδ. καὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ., ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλιάδι ἀείποτε Ἐπικ. αἰτ. κυκειῶ· ([[κυκάω]]). Μεμιγμένον τι [[ποτὸν]] συσκευαζόμενον δι’ ἀναμίξεως κριθίνου ἀλεύρου, τετριμμένου τυροῦ καὶ Πραμνείου οἴνου, Ἰλ. Λ. 624, 641· εἰς ἃ ἡ Κίρκη προσέθηκε [[μέλι]] καὶ μαγικὰ φάρμακα (φάρμακα λυγρά), Ὀδ. Κ. 234 κἑξ., πρβλ. 316. [[σύστασις]] [[αὐτοῦ]] ἦτο οἵα καὶ ἡ τοῦ ἔτνους (πηκτῆς σούπας) ὡς δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ ἐκ τοῦ ὅτι καλεῖται [[σῖτος]] ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., καὶ [[ποτὸν]] ἐν τῇ Ἰλ.· ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 208, ὁ κυκεὼν ὁ δοθεὶς τῇ Δήμητρι περιεῖχεν ἄλφιτα, [[ὕδωρ]] καὶ γλήχωνα· οὕτω, κ. [[βληχωνίας]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· ― ἀκολούθως διάφοροι οὐσίαι ἐνεβάλλοντο εἰς τὸν κυκεῶνα, [[κυρίως]] πρὸς ἰατρικὴν χρῆσιν, καὶ διάφορα ὀνόματα ἐλάμβανεν [[ἑπομένως]] ὁ [[κυκεών]], ἐπ’ οἴνῳ, ἐπὶ μέλιτι, ἐφ’ ὕδατι, κτλ., Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ., ἴδε Foës Oecon. ― Τὸ Λατ. [[ὄνομα]] ἦτο cinnus, Arnob. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ παντὸς μίγματος, σύμφυρμα, [[σύγκραμα]], [[κυκεών]], «ἀνακάτωμα», Λουκ. Βίων Πρᾶσις 14, Ἰκαρ. 17.
|elnltext=κυκεών -ῶνος, ὁ [~ κυκάω] acc. κυκεῶνα, ep. κυκειῶ en κυκεῶ mengsel, drankje (meestal van Pramnische wijn, gerstemeel en kaas). overdr. warboel, mengelmoes, ratjetoe.
}}
{{elru
|elrutext='''κυκεών:''' ῶνος ὁ (эп. acc. [[κυκειῶ|κῠκειῶ]] и [[κυκεῶ]])<br /><b class="num">1)</b> [[смесь]], [[питье]] (из вина и меда с тертым сыром, ячневой мукой и проч.) Hom., Arph., Plat. etc.;<br /><b class="num">2)</b> перен. [[мешанина]], [[всякая всячина]] Luc.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κῠκεών:''' -ῶνος, ὁ, αιτ. <i>κυκεῶνα</i>, Επικ. συντετ. [[κυκεῶ]] και Επικ. [[κυκεῶ]]· ([[κυκάω]])·<br /><b class="num">I.</b> αναμεμειγμένο ποτό, [[φίλτρο]], [[κούπα]], κύπελο, φτιαγμένο από [[κριθάλευρο]], τριμμένο [[τυρί]] και [[κρασί]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για [[κάθε]] [[μείγμα]], [[σύγκραμα]], [[ανακάτωμα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κῠκεών:''' -ῶνος, ὁ, αιτ. <i>κυκεῶνα</i>, Επικ. συντετ. [[κυκεῶ]] και Επικ. [[κυκεῶ]]· ([[κυκάω]])·<br /><b class="num">I.</b> αναμεμειγμένο ποτό, [[φίλτρο]], [[κούπα]], κύπελο, φτιαγμένο από [[κριθάλευρο]], τριμμένο [[τυρί]] και [[κρασί]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για [[κάθε]] [[μείγμα]], [[σύγκραμα]], [[ανακάτωμα]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κυκεών:''' ῶνος (эп. acc. [[κυκειῶ|κῠκειῶ]] и [[κυκεῶ]])<br /><b class="num">1)</b> [[смесь]], [[питье]] (из вина и меда с тертым сыром, ячневой мукой и проч.) Hom., Arph., Plat. etc.;<br /><b class="num">2)</b> перен. [[мешанина]], [[всякая всячина]] Luc.
|lstext='''κῠκεών''': -ῶνος, ὁ· αἰτιατ. κυκεῶνα (Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, Πλάτ. Πολ. 480Β, κτλ.), συντετμημένον, κυκεῶ, ὡς ἀείποτε ἐν τῇ Ὀδ. καὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ., ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλιάδι ἀείποτε Ἐπικ. αἰτ. κυκειῶ· ([[κυκάω]]). Μεμιγμένον τι [[ποτὸν]] συσκευαζόμενον δι’ ἀναμίξεως κριθίνου ἀλεύρου, τετριμμένου τυροῦ καὶ Πραμνείου οἴνου, Ἰλ. Λ. 624, 641· εἰς ἃ ἡ Κίρκη προσέθηκε [[μέλι]] καὶ μαγικὰ φάρμακα (φάρμακα λυγρά), Ὀδ. Κ. 234 κἑξ., πρβλ. 316. Ἡ [[σύστασις]] [[αὐτοῦ]] ἦτο οἵα καὶ ἡ τοῦ ἔτνους (πηκτῆς σούπας) ὡς δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ ἐκ τοῦ ὅτι καλεῖται [[σῖτος]] ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., καὶ [[ποτὸν]] ἐν τῇ Ἰλ.· ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 208, ὁ κυκεὼν ὁ δοθεὶς τῇ Δήμητρι περιεῖχεν ἄλφιτα, [[ὕδωρ]] καὶ γλήχωνα· οὕτω, κ. [[βληχωνίας]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· ― ἀκολούθως διάφοροι οὐσίαι ἐνεβάλλοντο εἰς τὸν κυκεῶνα, [[κυρίως]] πρὸς ἰατρικὴν χρῆσιν, καὶ διάφορα ὀνόματα ἐλάμβανεν [[ἑπομένως]] ὁ [[κυκεών]], ἐπ’ οἴνῳ, ἐπὶ μέλιτι, ἐφ’ ὕδατι, κτλ., Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ., ἴδε Foës Oecon. ― Τὸ Λατ. [[ὄνομα]] ἦτο cinnus, Arnob. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ παντὸς μίγματος, σύμφυρμα, [[σύγκραμα]], [[κυκεών]], «ἀνακάτωμα», Λουκ. Βίων Πρᾶσις 14, Ἰκαρ. 17.
}}
{{elnl
|elnltext=κυκεών -ῶνος, ὁ [~ κυκάω] acc. κυκεῶνα, ep. κυκειῶ en κυκεῶ mengsel, drankje (meestal van Pramnische wijn, gerstemeel en kaas). overdr. warboel, mengelmoes, ratjetoe.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj