παράγω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0475.png Seite 475]] (s. [[ἄγω]]), daneben, zur Seite führen, vorbeilenken; χῶρον, um eine Gegend herumführen, Her. 4, 158, l. d.; anders lenken, verändern, μοίρας, 1, 91; νόμους ἐπί τι, Plat. Rep. VII, 550 d; – vorbeimarschiren lassen, εἰς τὰ πλάγια παραγαγών, rechts und links aufmarschiren lassen, Xen. An. 3, 4, 14. 21. 4, 3, 26 Cyr. 2, 3, 31; bes. falsch leiten, verlocken, [[verführen]], βροτὸν εἰς ἀρκύστατα, Aesch. Pers. 98; τούτους [[ἐξεπίσταμαι]] [[καλῶς]] παρηγμένους μισθοῖσιν εἰργάσθαι τάδε, Soph. Ant. 294; τῷ φόβῳ παρηγόμην, O. R. 974, Schol. ἠπατώμην; vgl. Pind. P. 11, 25; [[σοφία]] δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις, N. 7, 23; νόον εἰς ἀναιδίην, Archil. 1; von Rednern sagt Plat. Phaedr. 252 d ὡς ἂν ὁ εἰδὼς τὸ ἀληθὲς προσπαίζων ἐν λόγοις παράγοι τοὺς ἀκούοντας; vgl. Dem. Lpt. 132 u. Wolf dazu; ταῖς παρασκευαῖς ταῖς τοῦ λόγου παραγαγεῖν, Lycurg. 32; Thuc. 2, 38; [[μήτε]] ὑπὸ τῶν τοιῶνδε πολιτῶν παράγεσθε, laßt euch nicht verleiten, 2, 64; ψεύδεσι, Plat. Rep. II, 383 b; Dem. 20, 98 u. öfter, u. Sp.; τοὺς νόμους παράγων, verdrehend, Isae. 11, 26; – [[wegführen]], Soph. El. 844; in παράγειν ἔσω, Her. 5, 20, liegt das Heimliche. – [[Einführen]], παράγεται [[εἴσω]] στέγας, Soph. El. 1383; εἰς τὸ [[μέσον]], Plat. Legg. IV, 713 b; vgl. Her. 3, 129; Thuc. 5, 45; εἰς τὸν δῆμον, Lys. 13, 32; Dem. 18, 170; τὸν Χαίρωνα παρήγαγεν εἰς κρίσιν, Pol. 25, 8, 7; [[πρός]] τινα, 8, 20, 9; τοὺς ἀνθρώπους εἰς βίον παράγειν, Luc. Caucas. 11; Sp. Bes. auch von den Komikern, in einem Stück auftreten lassen, einführen, Ath. III, 117 d VI, 230 b u. öfter; τὸ [[ὕδωρ]] ὀρύγμασιν εἰς τὸ [[πεδίον]], hinleiten, ableiten, Plut. Camill. 4; bei den Gramm. auch [[ableiten]], ein Wort von einem andern; mit der Nebenbdtg des Falschen, Ἀμοῦν, ὃ [[ἡμεῖς]] παράγοντες Ἄμμωνα λέγομεν, Plut. de Is. et Os. 9; vgl. Plat. Crat. 398 d 400 c; – θρίαμβον, einen Triumphzug halten, App. B. C. 2, 101; – τὸν χρόνον, die Zeit hinbringen, hinziehen, Plut. Fab. Max. 5 u. öfter; τὴν πρᾶξιν, D. Sic. 18, 65, verschieben, wie Plut. Rom. 23; ähnlich παραγαγὼν [[ἄχρι]] τοῦ τόκου τὴν ἄνθρωπον, Lyc. 3. – Intrans., bes. vorbeimarschiren, Pol. 5, 18, 4 u. öfter; vgl. die oben aus Xen. angeführte Stelle; vorübergehen, N. T. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0475.png Seite 475]] (s. [[ἄγω]]), daneben, zur Seite führen, vorbeilenken; χῶρον, um eine Gegend herumführen, Her. 4, 158, l. d.; anders lenken, verändern, μοίρας, 1, 91; νόμους ἐπί τι, Plat. Rep. VII, 550 d; – vorbeimarschiren lassen, εἰς τὰ πλάγια παραγαγών, rechts und links aufmarschiren lassen, Xen. An. 3, 4, 14. 21. 4, 3, 26 Cyr. 2, 3, 31; bes. falsch leiten, verlocken, [[verführen]], βροτὸν εἰς ἀρκύστατα, Aesch. Pers. 98; τούτους [[ἐξεπίσταμαι]] [[καλῶς]] παρηγμένους μισθοῖσιν εἰργάσθαι τάδε, Soph. Ant. 294; τῷ φόβῳ παρηγόμην, O. R. 974, Schol. ἠπατώμην; vgl. Pind. P. 11, 25; [[σοφία]] δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις, N. 7, 23; νόον εἰς ἀναιδίην, Archil. 1; von Rednern sagt Plat. Phaedr. 252 d ὡς ἂν ὁ εἰδὼς τὸ ἀληθὲς προσπαίζων ἐν λόγοις παράγοι τοὺς ἀκούοντας; vgl. Dem. Lpt. 132 u. Wolf dazu; ταῖς παρασκευαῖς ταῖς τοῦ λόγου παραγαγεῖν, Lycurg. 32; Thuc. 2, 38; [[μήτε]] ὑπὸ τῶν τοιῶνδε πολιτῶν παράγεσθε, laßt euch nicht verleiten, 2, 64; ψεύδεσι, Plat. Rep. II, 383 b; Dem. 20, 98 u. öfter, u. Sp.; τοὺς νόμους παράγων, verdrehend, Isae. 11, 26; – [[wegführen]], Soph. El. 844; in παράγειν ἔσω, Her. 5, 20, liegt das Heimliche. – [[Einführen]], παράγεται [[εἴσω]] στέγας, Soph. El. 1383; εἰς τὸ [[μέσον]], Plat. Legg. IV, 713 b; vgl. Her. 3, 129; Thuc. 5, 45; εἰς τὸν δῆμον, Lys. 13, 32; Dem. 18, 170; τὸν Χαίρωνα παρήγαγεν εἰς κρίσιν, Pol. 25, 8, 7; [[πρός]] τινα, 8, 20, 9; τοὺς ἀνθρώπους εἰς βίον παράγειν, Luc. Caucas. 11; Sp. Bes. auch von den Komikern, in einem Stück auftreten lassen, einführen, Ath. III, 117 d VI, 230 b u. öfter; τὸ [[ὕδωρ]] ὀρύγμασιν εἰς τὸ [[πεδίον]], hinleiten, ableiten, Plut. Camill. 4; bei den Gramm. auch [[ableiten]], ein Wort von einem andern; mit der Nebenbdtg des Falschen, Ἀμοῦν, ὃ [[ἡμεῖς]] παράγοντες Ἄμμωνα λέγομεν, Plut. de Is. et Os. 9; vgl. Plat. Crat. 398 d 400 c; – θρίαμβον, einen Triumphzug halten, App. B. C. 2, 101; – τὸν χρόνον, die Zeit hinbringen, hinziehen, Plut. Fab. Max. 5 u. öfter; τὴν πρᾶξιν, D. Sic. 18, 65, verschieben, wie Plut. Rom. 23; ähnlich παραγαγὼν [[ἄχρι]] τοῦ τόκου τὴν ἄνθρωπον, Lyc. 3. – Intrans., bes. vorbeimarschiren, Pol. 5, 18, 4 u. öfter; vgl. die oben aus Xen. angeführte Stelle; vorübergehen, N. T. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> παρήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> conduire de côté :<br /><b>1</b> <i>terme de tactique</i> τάξεις [[εἰς]] τὰ πλάγια XÉN faire marcher en bataille à droite et à gauche;<br /><b>2</b> détourner, diriger dans un autre sens : π. τὸ [[ὕδωρ]] [[εἰς]] τὸ [[πεδίον]] PLUT détourner l'eau et la diriger dans la plaine;<br /><b>3</b> conduire à côté, <i>en mauv. part</i> conduire hord de la droite voie, égarer ; débaucher (des troupes, des serviteurs,…) ; <i>en gén.</i> tromper, duper ; δάκρυα π. EUR dérober ses larmes (au regard d'autrui);<br /><b>II.</b> mener tout au long, <i>d'où</i><br /><b>1</b> amener lentement <i>ou</i> doucement (par la persuasion);<br /><b>2</b> traîner en longueur ; <i>avec un rég. de pers.</i> faire patienter, amuser par des détails;<br /><b>III.</b> mener vers <i>ou</i> dans, amener : [[εἴσω]] στέγας SOPH dans sa maison ; [[εἰς]] τὸν δῆμον LYS amener parmi le peuple ; <i>fig.</i> amener (dans un piège, <i>etc.</i>) ; πρὸς τὸ βέλτιον PLUT amener à la résolution la meilleure.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράγω''': μέλλ. -ξω, ὁδηγῶ πλησίον ἢ [[ἔξωθεν]] τόπου τινός, μετ’ αἰτ. τόπου, Ἡρόδ. 4. 158., 9. 47· πάραγε πτέρυγας, πέτου πλησίον καὶ παρέρχου, Εὐρ. Ἴων 166· - παρὰ μεταγεν. ἱστορικοῖς, π. θρίαμβον, Λατιν. triumphum ducere, Ἀππ. Μιθρ. 117, Ἐμφυλ. 2. 101· ἐπὶ προσώπου, ἐν θριάμβῳ παράγεσθαι Πλουτ. Καῖσ. 55. 2) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, [[φέρω]] τοὺς ἄνδρας ἀπὸ τῆς πλευρᾶς εἰς τὸ [[μέτωπον]], παρατάττω αὐτοὺς ἀπὸ στήλης εἰς γραμμήν, π. τοὺς ἐπὶ κέρως πορευομένους ... εἰς [[μέτωπον]] Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 22, πρβλ. Κύρ. 2. 3, 21, Ἀν. 4. 6, 6· τὰς τάξεις εἰς τὰ πλάγια [[αὐτόθι]] 3. 4, 14· [[ἔξωθεν]] τῶν κεράτων [[αὐτόθι]] 21· πρβλ. παραγωγὴ Ι. 2. 3) [[φέρω]] [[πέριξ]] ἢ ἐμπρός, ἀγκῶνα ἐπὶ ἢ παρὰ τὸ [[στῆθος]], Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 780. ΙΙ. ὁδηγῶ κατὰ πλαγίως τῆς ὁδοῦ, παροδηγῶ, παραπλανῶ, ἀπατῶ, Λατ. seducere, Πινδ. Π. 11. 40· π. τινα μύθοις, λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 34, Θουκ. 1. 91· π. τινὰ εἰς ἄρκυας Ἄτα Αἰσχύλ. Πέρσ. 99· π. ἀπάτῃ Θουκ. 1. 34· ψεύδεσι Πλάτ. Πολ. 383Α· π. καὶ φενακίζειν Δημ. 604. 4. - Παθ., φόβῳ παρηγόμην Σοφ. Ο. Τ. 974· νέοις παραχθεὶς Εὐρ. Ἱκέτ. 232· ἀπάτῃ π. ὑπό τινος Θουκ. 1. 34· πρβλ. παραγωγὴ ΙΙ. 1. 2) [[καθόλου]], [[παροτρύνω]], [[προτρέπω]] εἴς τι [[πρᾶγμα]], ἔς τι Εὐριπ. Ι. Τ. 478· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακοῦ τινος, Θέογν. 404, Ἀρχίλ. 64· - Παθ., παρακινοῦμαι, φέρομαι εἴς τι, πείθομαι, οἷοι θυσίαις τε καὶ εὐχωλαῖς παράγεσθαι Πλάτ. Πολ. 365Ε, πρβλ. Νόμ. 885Β, C· μετ’ ἀπαρ., παρηγμένοις μισθοῖς εἰργάσθαι τι Σοφ. Ἀντ. 294, πρβλ. Θουκ. 2. 64, Bornem. εἰς Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 5. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ὁδηγῶ κατὰ [[μέρος]], δίδω [[ἄλλην]] διεύθυνσιν, [[μεταβάλλω]] τὴν διεύθυνσίν τινος, τὰς μοίρας Ἡρόδ. 1. 91· π. τοὺς νόμους ἐπί τι, [[διαστρέφω]] τοὺς νόμους [[πρός]] τινα σκοπόν, Πλάτ. Πολ. 550D, πρβλ. Ἰσοκρ. 87. 33· οἱ θεοὶ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων τὴν διάνοιαν π. Λυκοῦργ. 159. 20· π. τὴν ἀλήθειαν Φιλοστρ. Ἐπιστ. 20· - Παθ., τὰ γράμματα παρῆκται, ἐκ τῆς πολυκαιρίας, Παυσ. 6. 19, 5. 4) [[μεταβάλλω]] ἐπ’ ὀλίγον, ἐπὶ μεταβολῆς γράμματος ἐν τῇ ἐτυμολογίᾳ λέξεώς τινος, Πλάτ. Κρατ. 398C, D, 400C, Πλούτ. 2. 354C· π. τι ἀπό ἢ ἔκ τινος, [[παρά]] τι, ἐτυμολογῶ, [[παράγω]], Ἀπολλ. Δύσκ. ΙΙΙ. [[φέρω]] καὶ τοποθετῶ πλησίον ἄλλων, παρουσιάζω, [[εἰσάγω]] (πρβλ. παρὰ Β. ΙΙ. 3) ἐς [[μέσον]] Ἡρόδ. 3. 129· εἰς τὸ [[μέσον]] Πλάτ. Νόμ. 713Β· εἰς ὑμᾶς Ἀντιφῶν 125. 35· π. εἰς τὸν δῆμον, [[φέρω]] ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, Λυσ. 132. 38, πρβλ. Θουκ. 5. 45· εἰς τὸ [[δικαστήριον]], ἐνώπιον τῶν δικαστῶν, Δημ. 805. 14· [[ἐντεῦθεν]], π. γραφὴν Ἀντιφῶν 118. 27· [[ὡσαύτως]], παρουσιάζω ὡς μάρτυρα, κτλ., τὸν ἥκοντα παρήγαγον Δημ. 285. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 836C. β) [[φέρω]] ἐπὶ τῆς σκηνῆς, [[εἰσάγω]], παρουσιάζω, Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 1. 536 οἵους οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι π. ἀγροίκους Ἀριστ. Ἠθικ. Ε. 3. 2, 5. 2) [[εἰσάγω]], μετά τινος ἐννοίας μυστικότητος, ἄνδρας π. ἔσω Ἡρόδ. 5. 20. - Παθ., [[εἰσέρχομαι]] [[λάθρα]], παρεισάγομαι, π. γὰρ ἐνέρων [[δολιόπους]] ἀρωγὸς [[εἴσω]] στέγας Σοφ. Ἠλ. 1391· ἐπὶ πραγμάτων, τὸ [[ὕδωρ]] ὀρύγμασιν καὶ τάφροις εἰς τὸ [[πεδίον]] π. Πλουτ. Κάμιλλ. 4. IV. ἐξακολουθῶ, [[παρατείνω]], τὴν πρᾶξιν Διόδ. 18. 65 π. τὸν χρόνον, [[διέρχομαι]], «περνῶ», Πλουτ. Ἆγις 13, κτλ.· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ· - [[ὡσαύτως]] πεθοῖ καὶ λόγῳ π. ἀνάγκην, [[ἀποτρέπω]], Πλουτ. Φωκ. 2. V. [[διευθύνω]], ὁδηγῶ ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. 2. 981Α. VI. [[ἐξάγω]], [[συνάγω]], [[συμπεραίνω]], ἀπὸ τῶν ἀτελεστέρων τελειότερα Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 153 Parthey, πρβλ. Γεωπ. 9. 1, 1. - Παθ., ὁ ἀνδριὰς .. παράγεται οὐ [[ξύλον]], ἀλλὰ [[ξύλινος]], καλεῖται διὰ παραγώγου ὀνόματος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 12, Β. ἀμετάβ., [[παρέρχομαι]], [[διαβαίνω]], Ξεν. Κύρ. 5. 4, 44, Πολύβ. 5. 18, 4, κτλ.· τοῖς παράγουσι χαίρειν Συλλ. Ἐπιγρ. 2129. 2) [[παρέρχομαι]], [[ἐκλείπω]], Α’ Ἐπιστ. π. Κορ. ζ΄, 31· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., Α΄ Ἐπιστ. Ἰω. β΄, 8 καὶ 17. ΙΙ. [[φθάνω]] εἴς τινα τόπον διὰ θαλάσσης, εἰς τὴν Ρώμην Πολύβ. 23. 14, 1, πρβλ. 4. 44, 3. ΙΙΙ. [[βραδύνω]], ἀργοπορῶ (ἴδε ἀνωτ. IV), παρῆγον ἐφ’ ἱκανὸν χρόνον Διόδ. 11. 3· ἐξέκρουε καὶ π. Πλουτ. Ρωμύλ. 23.
|lstext='''παράγω''': μέλλ. -ξω, ὁδηγῶ πλησίον ἢ [[ἔξωθεν]] τόπου τινός, μετ’ αἰτ. τόπου, Ἡρόδ. 4. 158., 9. 47· πάραγε πτέρυγας, πέτου πλησίον καὶ παρέρχου, Εὐρ. Ἴων 166· - παρὰ μεταγεν. ἱστορικοῖς, π. θρίαμβον, Λατιν. triumphum ducere, Ἀππ. Μιθρ. 117, Ἐμφυλ. 2. 101· ἐπὶ προσώπου, ἐν θριάμβῳ παράγεσθαι Πλουτ. Καῖσ. 55. 2) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, [[φέρω]] τοὺς ἄνδρας ἀπὸ τῆς πλευρᾶς εἰς τὸ [[μέτωπον]], παρατάττω αὐτοὺς ἀπὸ στήλης εἰς γραμμήν, π. τοὺς ἐπὶ κέρως πορευομένους ... εἰς [[μέτωπον]] Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 22, πρβλ. Κύρ. 2. 3, 21, Ἀν. 4. 6, 6· τὰς τάξεις εἰς τὰ πλάγια [[αὐτόθι]] 3. 4, 14· [[ἔξωθεν]] τῶν κεράτων [[αὐτόθι]] 21· πρβλ. παραγωγὴ Ι. 2. 3) [[φέρω]] [[πέριξ]] ἢ ἐμπρός, ἀγκῶνα ἐπὶ ἢ παρὰ τὸ [[στῆθος]], Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 780. ΙΙ. ὁδηγῶ κατὰ πλαγίως τῆς ὁδοῦ, παροδηγῶ, παραπλανῶ, ἀπατῶ, Λατ. seducere, Πινδ. Π. 11. 40· π. τινα μύθοις, λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 34, Θουκ. 1. 91· π. τινὰ εἰς ἄρκυας Ἄτα Αἰσχύλ. Πέρσ. 99· π. ἀπάτῃ Θουκ. 1. 34· ψεύδεσι Πλάτ. Πολ. 383Α· π. καὶ φενακίζειν Δημ. 604. 4. - Παθ., φόβῳ παρηγόμην Σοφ. Ο. Τ. 974· νέοις παραχθεὶς Εὐρ. Ἱκέτ. 232· ἀπάτῃ π. ὑπό τινος Θουκ. 1. 34· πρβλ. παραγωγὴ ΙΙ. 1. 2) [[καθόλου]], [[παροτρύνω]], [[προτρέπω]] εἴς τι [[πρᾶγμα]], ἔς τι Εὐριπ. Ι. Τ. 478· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακοῦ τινος, Θέογν. 404, Ἀρχίλ. 64· - Παθ., παρακινοῦμαι, φέρομαι εἴς τι, πείθομαι, οἷοι θυσίαις τε καὶ εὐχωλαῖς παράγεσθαι Πλάτ. Πολ. 365Ε, πρβλ. Νόμ. 885Β, C· μετ’ ἀπαρ., παρηγμένοις μισθοῖς εἰργάσθαι τι Σοφ. Ἀντ. 294, πρβλ. Θουκ. 2. 64, Bornem. εἰς Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 5. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ὁδηγῶ κατὰ [[μέρος]], δίδω [[ἄλλην]] διεύθυνσιν, [[μεταβάλλω]] τὴν διεύθυνσίν τινος, τὰς μοίρας Ἡρόδ. 1. 91· π. τοὺς νόμους ἐπί τι, [[διαστρέφω]] τοὺς νόμους [[πρός]] τινα σκοπόν, Πλάτ. Πολ. 550D, πρβλ. Ἰσοκρ. 87. 33· οἱ θεοὶ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων τὴν διάνοιαν π. Λυκοῦργ. 159. 20· π. τὴν ἀλήθειαν Φιλοστρ. Ἐπιστ. 20· - Παθ., τὰ γράμματα παρῆκται, ἐκ τῆς πολυκαιρίας, Παυσ. 6. 19, 5. 4) [[μεταβάλλω]] ἐπ’ ὀλίγον, ἐπὶ μεταβολῆς γράμματος ἐν τῇ ἐτυμολογίᾳ λέξεώς τινος, Πλάτ. Κρατ. 398C, D, 400C, Πλούτ. 2. 354C· π. τι ἀπό ἢ ἔκ τινος, [[παρά]] τι, ἐτυμολογῶ, [[παράγω]], Ἀπολλ. Δύσκ. ΙΙΙ. [[φέρω]] καὶ τοποθετῶ πλησίον ἄλλων, παρουσιάζω, [[εἰσάγω]] (πρβλ. παρὰ Β. ΙΙ. 3) ἐς [[μέσον]] Ἡρόδ. 3. 129· εἰς τὸ [[μέσον]] Πλάτ. Νόμ. 713Β· εἰς ὑμᾶς Ἀντιφῶν 125. 35· π. εἰς τὸν δῆμον, [[φέρω]] ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, Λυσ. 132. 38, πρβλ. Θουκ. 5. 45· εἰς τὸ [[δικαστήριον]], ἐνώπιον τῶν δικαστῶν, Δημ. 805. 14· [[ἐντεῦθεν]], π. γραφὴν Ἀντιφῶν 118. 27· [[ὡσαύτως]], παρουσιάζω ὡς μάρτυρα, κτλ., τὸν ἥκοντα παρήγαγον Δημ. 285. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 836C. β) [[φέρω]] ἐπὶ τῆς σκηνῆς, [[εἰσάγω]], παρουσιάζω, Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 1. 536 οἵους οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι π. ἀγροίκους Ἀριστ. Ἠθικ. Ε. 3. 2, 5. 2) [[εἰσάγω]], μετά τινος ἐννοίας μυστικότητος, ἄνδρας π. ἔσω Ἡρόδ. 5. 20. - Παθ., [[εἰσέρχομαι]] [[λάθρα]], παρεισάγομαι, π. γὰρ ἐνέρων [[δολιόπους]] ἀρωγὸς [[εἴσω]] στέγας Σοφ. Ἠλ. 1391· ἐπὶ πραγμάτων, τὸ [[ὕδωρ]] ὀρύγμασιν καὶ τάφροις εἰς τὸ [[πεδίον]] π. Πλουτ. Κάμιλλ. 4. IV. ἐξακολουθῶ, [[παρατείνω]], τὴν πρᾶξιν Διόδ. 18. 65 π. τὸν χρόνον, [[διέρχομαι]], «περνῶ», Πλουτ. Ἆγις 13, κτλ.· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ· - [[ὡσαύτως]] πεθοῖ καὶ λόγῳ π. ἀνάγκην, [[ἀποτρέπω]], Πλουτ. Φωκ. 2. V. [[διευθύνω]], ὁδηγῶ ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], ὁ αὐτ. 2. 981Α. VI. [[ἐξάγω]], [[συνάγω]], [[συμπεραίνω]], ἀπὸ τῶν ἀτελεστέρων τελειότερα Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 153 Parthey, πρβλ. Γεωπ. 9. 1, 1. - Παθ., ὁ ἀνδριὰς .. παράγεται οὐ [[ξύλον]], ἀλλὰ [[ξύλινος]], καλεῖται διὰ παραγώγου ὀνόματος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 12, Β. ἀμετάβ., [[παρέρχομαι]], [[διαβαίνω]], Ξεν. Κύρ. 5. 4, 44, Πολύβ. 5. 18, 4, κτλ.· τοῖς παράγουσι χαίρειν Συλλ. Ἐπιγρ. 2129. 2) [[παρέρχομαι]], [[ἐκλείπω]], Α’ Ἐπιστ. π. Κορ. ζ΄, 31· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., Α΄ Ἐπιστ. Ἰω. β΄, 8 καὶ 17. ΙΙ. [[φθάνω]] εἴς τινα τόπον διὰ θαλάσσης, εἰς τὴν Ρώμην Πολύβ. 23. 14, 1, πρβλ. 4. 44, 3. ΙΙΙ. [[βραδύνω]], ἀργοπορῶ (ἴδε ἀνωτ. IV), παρῆγον ἐφ’ ἱκανὸν χρόνον Διόδ. 11. 3· ἐξέκρουε καὶ π. Πλουτ. Ρωμύλ. 23.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> παρήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> conduire de côté :<br /><b>1</b> <i>terme de tactique</i> τάξεις [[εἰς]] τὰ πλάγια XÉN faire marcher en bataille à droite et à gauche;<br /><b>2</b> détourner, diriger dans un autre sens : π. τὸ [[ὕδωρ]] [[εἰς]] τὸ [[πεδίον]] PLUT détourner l'eau et la diriger dans la plaine;<br /><b>3</b> conduire à côté, <i>en mauv. part</i> conduire hord de la droite voie, égarer ; débaucher (des troupes, des serviteurs,…) ; <i>en gén.</i> tromper, duper ; δάκρυα π. EUR dérober ses larmes (au regard d'autrui);<br /><b>II.</b> mener tout au long, <i>d'où</i><br /><b>1</b> amener lentement <i>ou</i> doucement (par la persuasion);<br /><b>2</b> traîner en longueur ; <i>avec un rég. de pers.</i> faire patienter, amuser par des détails;<br /><b>III.</b> mener vers <i>ou</i> dans, amener : [[εἴσω]] στέγας SOPH dans sa maison ; [[εἰς]] τὸν δῆμον LYS amener parmi le peuple ; <i>fig.</i> amener (dans un piège, <i>etc.</i>) ; πρὸς τὸ βέλτιον PLUT amener à la résolution la meilleure.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater