πεσσός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0604.png Seite 604]] ὁ, att. -ττός, 1) der länglich runde Stein im Brettspiel; gew. im plur., πεσσοῖσι θυμὸν ἔτερπον, Od. 1, 107; Pind. frg. 95, 4; Her. 1, 94; Eur. Med. 68; πεσσῶν ἡδομένους μορφαῖσι πολυπλόκοις, I. A. 196; πεττῶν [[θέσις]], Plat. Rep. I, 333 b; vgl. Ath. I, 16 f. Auch das Brett zum Spiele hieß so, sonst πεττόν und [[ἀβάκιον]]; οἱ πεσσοί auch = der Ort, wo im Brett gespielt wird, und das Spiel selbst, gew. [[πεσσεία]]; vgl. Eur. Med. 67. – Sprichwörtlich πεττῶν δίκην δεῦρο κἀκεῖ τὰς κοινὰς ἐννοίας μετατιθείς, Plut. adv. Stoic. 20. – 2) ein länglich runder Körper aus Wolle, Seide, Leinwand, Gummi u. dgl. verfertigt, mit Heilmitteln gemischt od. bestrichen u. in den After od. andere hohle Theile des Leibes gesteckt, Medic. – Auch längliche Bleikugeln, ἐκ μολύβδου, App. Mithrid. 31. – 3) in der Baukunst ein viereckiger Untersatz unter den Stützen der Schwibbogen, Strab. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0604.png Seite 604]] ὁ, att. -ττός, 1) der länglich runde Stein im Brettspiel; gew. im plur., πεσσοῖσι θυμὸν ἔτερπον, Od. 1, 107; Pind. frg. 95, 4; Her. 1, 94; Eur. Med. 68; πεσσῶν ἡδομένους μορφαῖσι πολυπλόκοις, I. A. 196; πεττῶν [[θέσις]], Plat. Rep. I, 333 b; vgl. Ath. I, 16 f. Auch das Brett zum Spiele hieß so, sonst πεττόν und [[ἀβάκιον]]; οἱ πεσσοί auch = der Ort, wo im Brett gespielt wird, und das Spiel selbst, gew. [[πεσσεία]]; vgl. Eur. Med. 67. – Sprichwörtlich πεττῶν δίκην δεῦρο κἀκεῖ τὰς κοινὰς ἐννοίας μετατιθείς, Plut. adv. Stoic. 20. – 2) ein länglich runder Körper aus Wolle, Seide, Leinwand, Gummi u. dgl. verfertigt, mit Heilmitteln gemischt od. bestrichen u. in den After od. andere hohle Theile des Leibes gesteckt, Medic. – Auch längliche Bleikugeln, ἐκ μολύβδου, App. Mithrid. 31. – 3) in der Baukunst ein viereckiger Untersatz unter den Stützen der Schwibbogen, Strab. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />jeton, sorte de petite pierre ovale en forme de gland pour le jeu de dès <i>ou</i> de trictrac <i>d'ord. au plur. ; p. ext.</i> endroit où l'on jouait au trictrac.<br />'''Étymologie:''' [[πίπτω]], cf. πεσσόν.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πεσσός''': Ἀττ. πεττός, ὁ· ἑτερόκλ. πληθ. πεσσὰ Σοφ. Ἀποσπ. 381· ― [[ψῆφος]] ᾠοειδὴς τὸ [[σχῆμα]] ἐν χρήσει ἐν τῷ πεσσεύειν, κεῖται δὲ ἡ [[λέξις]] ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας σχεδὸν μόνον κατὰ πληθ., πεσσοῖσι... θυμὸν ἔτερπον Ὀδ. Α. 107· ἡ τῶν π. παιγνίη Ἡρόδ. 1. 94· τοὶ μὲν ἵπποις..., τοὶ δὲ πεσσοῖς... τέρπονται Πινδ. Ἀποσπ. 95. 4· πεττῶν [[θέσις]] Πλάτ. Πολ. 333Β· ἐφεῦρε πεσσοὺς κύβους τε (δηλ. ὁ [[Παλαμήδης]]) Σοφ. Ἀποσπ. 380· πόλεις πεσσῶν ὁμοίως διαφοραῖς ἐκτισμέναι, ὡς εἰ ἐξηρτῶντο ἐκ παιγνιδίου πεσσῶν, Εὐριπ. Ἀποσπ. 362. 9 ([[ὅπερ]] παρὰ Πλουτ. ἔχει ὧδε: διαφορηθεῖσαι βολαῖς)· ἓν μὲν τόδ’ ἡμῖν, [[ὥσπερ]] ἐν πεσσοῖς, δίδως κρεῖσσον ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 409· πεττῶν δίκην μετατιθέναι Πλούτ. 2. 1068C· ἐν πεττοῖς καὶ κύβοις διημερεύειν [[αὐτόθι]] 272F· τὸ [[ἄζυξ]] ὢν [[ὥσπερ]] ἐν πεττοῖς, ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 10, μένει ἔτι ἀνερμήνευτον. 2) ἡ σανὶς ἐφ’ ἧς ἐπαίζετο τὸ [[παιγνίδιον]], πεσσὰ πεντέγραμμα, «παρ’ ὅσον [[πέντε]] γραμμαῖς ἔπαιζον» Ἡσύχ., (Σοφοκλ. Ἀποσπ. 381)· πρβλ. [[ἄβαξ]] 2, γραμμὴ ΙΙΙ. 3) οἱ πεσσοί, τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἐπαίζοντο ἢ αὐτὴ ἡ [[παιδιά]], Εὐρ. Μήδ. 68· [[ἔνθα]] [[Διός]]... θῶκοι πεσσοί τε καλοῦνται Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 4· ἴδε Meineke ἐν τόπῳ, Λεξικ. Ἀρχαιοτ. ἐν λέξει. ΙΙ. ἰατρικῶς, ξαντὸν μάλλινον ἢ λινοῦν ἐν σχήματι πεσσοῦ εἰσαγόμενον εἰς τὸν πρωκτὸν ἢ τὸν κολεὸν τῆς μήτρας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20. 4, Διοσκ. 1. 142., 2. 66, Κέλσ., κλ. 2) πᾶν ᾠοειδὲς [[σῶμα]], π. ἐκ μολύβδου Ἀππ. Μιθρ. 31. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, τετράγωνον [[οἰκοδόμημα]] ἐπὶ κιονοκράνου ἐφ’ οὗ ἐστηρίζοντο ἀψῖδες, οἱ δὲ πεττοὶ κοῖλοι πλήρεις γῆς, [[ὥστε]] δέξασθαι φυτὰ δένδρων τῶν μεγίστων ἐξ ὀπτῆς πλίνθου κατεσκευασμένοι, περὶ τοῦ ἐν Βαβυλῶνι κρεμαστοῦ κήπου, Στράβ. 738, Προκοπ. Κτίσματα 1. 1. IV. πεσσοί, τὰ περὶ τῇ κόρῃ τοῦ ὀφθαλμοῦ μέλανα, Πολυδ. Β΄, 71, Ἡσύχ. (Συγγενὲς τῷ Λατ. tessera, ὡς τὰ πέτορες, [[πίσυρες]] πρὸς τὸ [[τέσσαρες]]).
|lstext='''πεσσός''': Ἀττ. πεττός, ὁ· ἑτερόκλ. πληθ. πεσσὰ Σοφ. Ἀποσπ. 381· ― [[ψῆφος]] ᾠοειδὴς τὸ [[σχῆμα]] ἐν χρήσει ἐν τῷ πεσσεύειν, κεῖται δὲ ἡ [[λέξις]] ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας σχεδὸν μόνον κατὰ πληθ., πεσσοῖσι... θυμὸν ἔτερπον Ὀδ. Α. 107· ἡ τῶν π. παιγνίη Ἡρόδ. 1. 94· τοὶ μὲν ἵπποις..., τοὶ δὲ πεσσοῖς... τέρπονται Πινδ. Ἀποσπ. 95. 4· πεττῶν [[θέσις]] Πλάτ. Πολ. 333Β· ἐφεῦρε πεσσοὺς κύβους τε (δηλ. ὁ [[Παλαμήδης]]) Σοφ. Ἀποσπ. 380· πόλεις πεσσῶν ὁμοίως διαφοραῖς ἐκτισμέναι, ὡς εἰ ἐξηρτῶντο ἐκ παιγνιδίου πεσσῶν, Εὐριπ. Ἀποσπ. 362. 9 ([[ὅπερ]] παρὰ Πλουτ. ἔχει ὧδε: διαφορηθεῖσαι βολαῖς)· ἓν μὲν τόδ’ ἡμῖν, [[ὥσπερ]] ἐν πεσσοῖς, δίδως κρεῖσσον ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 409· πεττῶν δίκην μετατιθέναι Πλούτ. 2. 1068C· ἐν πεττοῖς καὶ κύβοις διημερεύειν [[αὐτόθι]] 272F· τὸ [[ἄζυξ]] ὢν [[ὥσπερ]] ἐν πεττοῖς, ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 10, μένει ἔτι ἀνερμήνευτον. 2) ἡ σανὶς ἐφ’ ἧς ἐπαίζετο τὸ [[παιγνίδιον]], πεσσὰ πεντέγραμμα, «παρ’ ὅσον [[πέντε]] γραμμαῖς ἔπαιζον» Ἡσύχ., (Σοφοκλ. Ἀποσπ. 381)· πρβλ. [[ἄβαξ]] 2, γραμμὴ ΙΙΙ. 3) οἱ πεσσοί, τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἐπαίζοντο ἢ αὐτὴ ἡ [[παιδιά]], Εὐρ. Μήδ. 68· [[ἔνθα]] [[Διός]]... θῶκοι πεσσοί τε καλοῦνται Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 4· ἴδε Meineke ἐν τόπῳ, Λεξικ. Ἀρχαιοτ. ἐν λέξει. ΙΙ. ἰατρικῶς, ξαντὸν μάλλινον ἢ λινοῦν ἐν σχήματι πεσσοῦ εἰσαγόμενον εἰς τὸν πρωκτὸν ἢ τὸν κολεὸν τῆς μήτρας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20. 4, Διοσκ. 1. 142., 2. 66, Κέλσ., κλ. 2) πᾶν ᾠοειδὲς [[σῶμα]], π. ἐκ μολύβδου Ἀππ. Μιθρ. 31. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, τετράγωνον [[οἰκοδόμημα]] ἐπὶ κιονοκράνου ἐφ’ οὗ ἐστηρίζοντο ἀψῖδες, οἱ δὲ πεττοὶ κοῖλοι πλήρεις γῆς, [[ὥστε]] δέξασθαι φυτὰ δένδρων τῶν μεγίστων ἐξ ὀπτῆς πλίνθου κατεσκευασμένοι, περὶ τοῦ ἐν Βαβυλῶνι κρεμαστοῦ κήπου, Στράβ. 738, Προκοπ. Κτίσματα 1. 1. IV. πεσσοί, τὰ περὶ τῇ κόρῃ τοῦ ὀφθαλμοῦ μέλανα, Πολυδ. Β΄, 71, Ἡσύχ. (Συγγενὲς τῷ Λατ. tessera, ὡς τὰ πέτορες, [[πίσυρες]] πρὸς τὸ [[τέσσαρες]]).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />jeton, sorte de petite pierre ovale en forme de gland pour le jeu de dès <i>ou</i> de trictrac <i>d'ord. au plur. ; p. ext.</i> endroit où l'on jouait au trictrac.<br />'''Étymologie:''' [[πίπτω]], cf. πεσσόν.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth