πεσσός
English (LSJ)
Att. πεττός, ὁ, heterocl. pl.
A πεσσά S.Fr.429, Euph.61:—oval-shaped stone for playing draughts or backgammon, usually in plural (λευκοῖο σημήϊα π. AP9.482.21 (Agath.)), πεσσοῖσι… θυμὸν ἔτερπον Od.1.107, cf.Hdt.1.94; τοὶ μὲν ἵπποις... τοὶ δὲ πεσσοῖς… τέρπονται Pi.Fr.129.4; πεττῶν θέσις Pl.R. 333b; ἐφηῦρε πεσσοὺς κύβους τε (sc. Palamedes) S. Fr.479.4; πόλεις πεσσῶν ὁμοίως διαφοραῖς ἐκτις μέναι as if moved from place to place like draughts, E.Fr.360.9; ἒν μὲν τόδ' ἡμῖν, ὥσπερ ἐν πεσσοῖς, δίδως κρεῖσσον you have given me a piece (as at chess), Id.Supp.409; κατὰ τὸν ἐν πεττοῖς νόμον = according to the rule of the dice Ar.Ec.987; πεττῶν δίκην τὰς κοινὰς ἐννοίας μετατιθείς Plu.2.1068c; ἐν πεττοῖς καὶ κύβοις διημερεύειν ib.272f; ἄζυξ ὢν ὥσπερ ἐν πεττοῖς Arist.Pol.1253a7.
2 the board on which the game was played, πεσσὰ πεντέγραμμα, since the pieces were placed on five lines, S.Fr.429.
3 οἱ πεσσοί the place in which the game was played, or the game itself, E.Med. 68; ἔνθα Διὸς… θᾶκοι π. τε καλοῦνται Cratin.7.
II medicated plug of wool or lint to be introduced into the vagina, anus, etc., pessary, Thphr. HP 9.20.4, Dsc.1.106, 2.61, Cels.5.21, etc.
2 any oval body, π. ἐκ μολύβδου App.Mith.31.
3 ticket or tally showing attendance at an ἐκκλησία, JHS8.118 (Iasus).
4 bolt of a door, PMag.Lond.121.616, POxy. 2146.10 (iii A. D.).
III in Archit., cubic mass of building, terrace, Str.16.1.5, POxy.1272.6 (ii A. D.), Procop.Aed.1.1.37.
IV dark edge of the pupil (in the eye), Poll.2.71, Hsch.
German (Pape)
[Seite 604] ὁ, att. -ττός, 1) der länglich runde Stein im Brettspiel; gew. im plur., πεσσοῖσι θυμὸν ἔτερπον, Od. 1, 107; Pind. frg. 95, 4; Her. 1, 94; Eur. Med. 68; πεσσῶν ἡδομένους μορφαῖσι πολυπλόκοις, I. A. 196; πεττῶν θέσις, Plat. Rep. I, 333 b; vgl. Ath. I, 16 f. Auch das Brett zum Spiele hieß so, sonst πεττόν und ἀβάκιον; οἱ πεσσοί auch = der Ort, wo im Brett gespielt wird, und das Spiel selbst, gew. πεσσεία; vgl. Eur. Med. 67. – Sprichwörtlich πεττῶν δίκην δεῦρο κἀκεῖ τὰς κοινὰς ἐννοίας μετατιθείς, Plut. adv. Stoic. 20. – 2) ein länglich runder Körper aus Wolle, Seide, Leinwand, Gummi u. dgl. verfertigt, mit Heilmitteln gemischt od. bestrichen u. in den After od. andere hohle Teile des Leibes gesteckt, Medic. – Auch längliche Bleikugeln, ἐκ μολύβδου, App. Mithrid. 31. – 3) in der Baukunst ein viereckiger Untersatz unter den Stützen der Schwibbogen, Strab. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
jeton, sorte de petite pierre ovale en forme de gland pour le jeu de dès ou de trictrac d'ord. au plur. ; p. ext. endroit où l'on jouait au trictrac.
Étymologie: πίπτω, cf. πεσσόν.
Russian (Dvoretsky)
πεσσός: атт. πεττός ὁ (только pl.)
1 игральная костяшка, шашка Hom., Pind., Plat.: ἡ τῶν πεσσῶν παιγνίη Her. игра в шашки; ἐν πεττοῖς καὶ κύβοις διημερεύειν Plut. проводить дни за игрой в шашки и в кости; πεττῶν δίκην δεῦρο κἀκεῖ μετατιθέναι τι Plut. передвигать что-л. взад и вперед словно шашки;
2 шашечница: πεσσὰ (nom. pl.) πεντέγραμμα Soph. пятилинейная шашечница (т. е. разделенная пятью горизонтальными и пятью вертикальными линиями на 36 квадратов);
3 место для игры в шашки, игорный дом (πεσοοὺς προσελθεῖν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πεσσός: Ἀττ. πεττός, ὁ· ἑτερόκλ. πληθ. πεσσὰ Σοφ. Ἀποσπ. 381· ― ψῆφος ᾠοειδὴς τὸ σχῆμα ἐν χρήσει ἐν τῷ πεσσεύειν, κεῖται δὲ ἡ λέξις ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας σχεδὸν μόνον κατὰ πληθ., πεσσοῖσι... θυμὸν ἔτερπον Ὀδ. Α. 107· ἡ τῶν π. παιγνίη Ἡρόδ. 1. 94· τοὶ μὲν ἵπποις..., τοὶ δὲ πεσσοῖς... τέρπονται Πινδ. Ἀποσπ. 95. 4· πεττῶν θέσις Πλάτ. Πολ. 333Β· ἐφεῦρε πεσσοὺς κύβους τε (δηλ. ὁ Παλαμήδης) Σοφ. Ἀποσπ. 380· πόλεις πεσσῶν ὁμοίως διαφοραῖς ἐκτισμέναι, ὡς εἰ ἐξηρτῶντο ἐκ παιγνιδίου πεσσῶν, Εὐριπ. Ἀποσπ. 362. 9 (ὅπερ παρὰ Πλουτ. ἔχει ὧδε: διαφορηθεῖσαι βολαῖς)· ἓν μὲν τόδ’ ἡμῖν, ὥσπερ ἐν πεσσοῖς, δίδως κρεῖσσον ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 409· πεττῶν δίκην μετατιθέναι Πλούτ. 2. 1068C· ἐν πεττοῖς καὶ κύβοις διημερεύειν αὐτόθι 272F· τὸ ἄζυξ ὢν ὥσπερ ἐν πεττοῖς, ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 10, μένει ἔτι ἀνερμήνευτον. 2) ἡ σανὶς ἐφ’ ἧς ἐπαίζετο τὸ παιγνίδιον, πεσσὰ πεντέγραμμα, «παρ’ ὅσον πέντε γραμμαῖς ἔπαιζον» Ἡσύχ., (Σοφοκλ. Ἀποσπ. 381)· πρβλ. ἄβαξ 2, γραμμὴ ΙΙΙ. 3) οἱ πεσσοί, τὸ μέρος ἔνθα ἐπαίζοντο ἢ αὐτὴ ἡ παιδιά, Εὐρ. Μήδ. 68· ἔνθα Διός... θῶκοι πεσσοί τε καλοῦνται Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 4· ἴδε Meineke ἐν τόπῳ, Λεξικ. Ἀρχαιοτ. ἐν λέξει. ΙΙ. ἰατρικῶς, ξαντὸν μάλλινον ἢ λινοῦν ἐν σχήματι πεσσοῦ εἰσαγόμενον εἰς τὸν πρωκτὸν ἢ τὸν κολεὸν τῆς μήτρας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20. 4, Διοσκ. 1. 142., 2. 66, Κέλσ., κλ. 2) πᾶν ᾠοειδὲς σῶμα, π. ἐκ μολύβδου Ἀππ. Μιθρ. 31. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, τετράγωνον οἰκοδόμημα ἐπὶ κιονοκράνου ἐφ’ οὗ ἐστηρίζοντο ἀψῖδες, οἱ δὲ πεττοὶ κοῖλοι πλήρεις γῆς, ὥστε δέξασθαι φυτὰ δένδρων τῶν μεγίστων ἐξ ὀπτῆς πλίνθου κατεσκευασμένοι, περὶ τοῦ ἐν Βαβυλῶνι κρεμαστοῦ κήπου, Στράβ. 738, Προκοπ. Κτίσματα 1. 1. IV. πεσσοί, τὰ περὶ τῇ κόρῃ τοῦ ὀφθαλμοῦ μέλανα, Πολυδ. Β΄, 71, Ἡσύχ. (Συγγενὲς τῷ Λατ. tessera, ὡς τὰ πέτορες, πίσυρες πρὸς τὸ τέσσαρες).
English (Autenrieth)
only pl., draughts, checkers, the game played with them, the nature of which is unknown. (The following cut represents an Egyptian game o<<>*<>> this character.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, πληθ. τὰ πεσσά και αττ. τ. πεττός, Α
1. ωοειδές ξύλινο ή κοκάλινο πούλι, πιόνι, που το χρησιμοποιούσαν στο παιχνίδι της πεσσείας
2. ελαστικός συνήθως δακτύλιος, και στην αρχαιότητα ξαντό από μαλλί ή λινάρι εμποτισμένο με φάρμακο, που τοποθετείται μέσα στον κόλπο της γυναίκας για να συγκρατεί τη μήτρα στη φυσιολογική της θέση
νεοελλ.
1. κολόνα που στηρίζει το προστώο οχυρωμένων μονών
2. τύπος αντισυλληπτικής συσκευής («ενδομήτριος πεσσός»)
νεοελλ.-μσν.
τετράγωνη κολόνα για τη στήριξη τών αψίδων του θόλου
μσν.-αρχ.
κυβοειδές κτίσμα που το γέμιζαν με χώμα ή άλλα υλικά, όπως λ.χ. στους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας
αρχ.
1. κάθε κυλινδρικό ή ωοειδές σώμα με το σχήμα του πεσσού
2. σκυτάλη σε σχήμα πεσσού που αποδείκνυε την παρουσία στην εκκλησία
3. μοχλός θύρας, το μάνταλο
4. πληθ. oἱ πεσσοί και τὰ πεσσά
α) το παιχνίδι τών πεσσών, η πεσσεία
β) ο τόπος όπου έπαιζαν πεσσούς
γ) το αβάκιο που χρησιμοποιούσαν στο παιχνίδι
δ) το μαύρο τμήμα γύρω από την κόρη του ματιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].
Greek Monotonic
πεσσός: Αττ. πεττός, ὁ,
I. πέτρα σε σχήμα οβάλ κατάλληλη για παιχνίδι· όπως η δική μας ντάμα, συνήθως στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
II. οἱ πεσσοί, το μέρος όπου παίζεται το παιχνίδι ή το ίδιο το παιχνίδι, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: the oval stone in board games, most pl. gaming piece, board game, checkers, often metaph. in several meanings (α 107).
Other forms: Att. πεττός.
Compounds: As 1. member in πεσσο-νομέω to arrange the gaming pieces, also metaph. (A., com.).
Derivatives: πεσσάριον n. pessary (medic.); πεσσ-ικός, -ττ- belonging to board games (Apion); -εύω, rarely w. δια-, μετα-, to play with the gaming pieces on a board (IA.) with -εία, -ευτής, -ευτικός, -ευτήριον (Pl., pap.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Foreign word of unknown origin; Semit. etym. (Aram. pīs(s)ā stone, small table) by Lewy Fremdw. 159f., Grimme Glotta 14, 18. Skt. pāśaḥ m. die, pāśī f. (rather pāṣī; cf. on πέλλα) stone remain far; s. Mayrhofer s. vv. w. lit. On further proposals which are to be rejected s. Lidén Arm. Stud. 55 ff., where, also improbable, also Arm. yesan whetstone is adduced. -- Furnée 270 cites Hitt. piššu n. 14 rock, block of stone (without conclusion). The word may well be Pre-Greek (*peky-?)
Middle Liddell
πεσσός, Att. πεττός, οῦ, ὁ,
I. an oval-shaped stone for playing a game like our draughts, mostly in plural, Od., Hdt., etc.
II. οἱ πεσσοί, the place in which the game was played, or the game itself, Eur.
Frisk Etymology German
πεσσός: {pessós}
Forms: att. πεττός
Grammar: m.
Meaning: der länglichrunde Stein im Brettspiel, meist pl. ‘Spielsteine, Brett-, Damenspiel', oft übertr. in verschiedenen Bedd. (seit α 107).
Composita: Als Vorderglied in πεσσονομέω die Spielsteine ordnen, auch übertr. (A., Kom.).
Derivative: Davon πεσσάριον n. Pessar (Mediz.); πεσσικός, -ττ- zum Brettspiel gehörig (Apion); -εύω, vereinzelt m. δια-, μετα-, mit den Steinen im Brett spielen (ion. att.) mit -εία, -ευτής, -ευτικός, -ευτήριον (Pl., Pap. u.a.).
Etymology: Fremdwort unbekannter Herkunft; semit. Etym. (aram. pīs(s)ā Stein, Täfelchen) bei Lewy Fremdw. 159f., Grimme Glotta 14, 18. Aind. pāśaḥ m. Würfel, pāśī f. (eher pāṣī; vgl. zu πέλλα) Stein bleiben fern; s. Mayrhofer s. vv. m. Lit. Über weitere abzulehnende Vorschläge s. Lidén Arm. Stud. 55 ff., wo, ebenfalls unwahrscheinlich, auch arm. yesan Wetzstein herangezogen wird.
Page 2,519
Mantoulidis Etymological
(=ζάρι). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Εἶναι συγγενικό μέ τό λατινικό tessera.
Παράγωγα: πεσσεύω, πεσσευτής, πεσσευτήριον, πεσσευτικός.