σατράπης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0864.png Seite 864]] ὁ, der Satrap, lat. satrapa (ein persisches Wort), Statthalter des Königs von Persien in einer Provinz; Xen. Cyr. 8, 6, 3; vgl. Isocr. 4, 152: οἱ καταβαίνοντες αὐτῶν ἐπὶ θάλατταν, οὓς καλοῦσι σατράπας, wie es bei Sp. der vornehme Herr bedeutet, mit dem Nebenbegriffe des Hochmuths u. der Ueppigkeit, Luc. Nigr. 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0864.png Seite 864]] ὁ, der Satrap, lat. satrapa (ein persisches Wort), Statthalter des Königs von Persien in einer Provinz; Xen. Cyr. 8, 6, 3; vgl. Isocr. 4, 152: οἱ καταβαίνοντες αὐτῶν ἐπὶ θάλατταν, οὓς καλοῦσι σατράπας, wie es bei Sp. der vornehme Herr bedeutet, mit dem Nebenbegriffe des Hochmuths u. der Ueppigkeit, Luc. Nigr. 20.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />satrape, gouverneur de province, <i>en Perse ; fig.</i> homme très riche.<br /><i><b>Étym.</b> anc. pers.</i> khsbatrapâ, litt. « officier du khsha ou sha » -- DELG <i>iranien</i> xśaθra-pâ « qui protège le pays ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰτράπης''': [ᾱ], -ου, ὁ, Λατ. satrăpa, [[ὄνομα]] ἀντιβασιλέως ἢ κυβερνήτου καὶ διοικητοῦ ἐπαρχίας Περσικῆς, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 4, 2., 8. 6, 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 348, κτλ. (Παρὰ Θεοπόμπῳ [[ὡσαύτως]] [[ἐξατράπης]], καὶ ἐν Καρικαῖς ἐπιγραφαῖς [[ἐξαιθραπεύω]], [[ἐκστρατεύω]] (ἴδε Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 470, [[ὅπερ]] [[μᾶλλον]] πλησιάζει πρὸς τὸν Ἑβρ. πληθ. achashdarp’ nim (Δαν. Γ΄, 2, Ϛ΄, 2, Ἐσθὴρ Α΄, 4, κ. ἀλλ.)· [[εἶναι]] δὲ ἡ [[λέξις]] ἡ αὐτὴ τῇ Ἀρχ. Περσ. khshatra-pâ = ὁ του Σάχου ἣ βασιλέως [[ἀξιωματικός]], [[ἀντιβασιλεύς]], πρβλ. Ralwins. εἰς Ἡρόδ. 1. 192. 2) ὡς πομπώδης [[λέξις]], ἐπὶ πλουσίου ἀνθρώπου ἢ ἐνδόξου καὶ ἐπισήμου, Παυσ. 6. 25, 6· οἰονεὶ «πασσᾶς», «μπέης», σ. ἐκ. πένητος Λουκ. Νιγρῖν. 20. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σατράπαι· ἀρχηγοί, στρατηλάται. Περσικὴ δὲ ἡ λέξης».
|lstext='''σᾰτράπης''': [ᾱ], -ου, ὁ, Λατ. satrăpa, [[ὄνομα]] ἀντιβασιλέως ἢ κυβερνήτου καὶ διοικητοῦ ἐπαρχίας Περσικῆς, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 4, 2., 8. 6, 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 348, κτλ. (Παρὰ Θεοπόμπῳ [[ὡσαύτως]] [[ἐξατράπης]], καὶ ἐν Καρικαῖς ἐπιγραφαῖς [[ἐξαιθραπεύω]], [[ἐκστρατεύω]] (ἴδε Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 470, [[ὅπερ]] [[μᾶλλον]] πλησιάζει πρὸς τὸν Ἑβρ. πληθ. achashdarp’ nim (Δαν. Γ΄, 2, Ϛ΄, 2, Ἐσθὴρ Α΄, 4, κ. ἀλλ.)· [[εἶναι]] δὲ ἡ [[λέξις]] ἡ αὐτὴ τῇ Ἀρχ. Περσ. khshatra-pâ = ὁ του Σάχου ἣ βασιλέως [[ἀξιωματικός]], [[ἀντιβασιλεύς]], πρβλ. Ralwins. εἰς Ἡρόδ. 1. 192. 2) ὡς πομπώδης [[λέξις]], ἐπὶ πλουσίου ἀνθρώπου ἢ ἐνδόξου καὶ ἐπισήμου, Παυσ. 6. 25, 6· οἰονεὶ «πασσᾶς», «μπέης», σ. ἐκ. πένητος Λουκ. Νιγρῖν. 20. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σατράπαι· ἀρχηγοί, στρατηλάται. Περσικὴ δὲ ἡ λέξης».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />satrape, gouverneur de province, <i>en Perse ; fig.</i> homme très riche.<br /><i><b>Étym.</b> anc. pers.</i> khsbatrapâ, litt. « officier du khsha ou sha » -- DELG <i>iranien</i> xśaθra-pâ « qui protège le pays ».
}}
}}
{{grml
{{grml