σατράπης
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
or σατράππης CRAcad.Inscr.1931.241 (Susa, i A.D.), ου, ὁ,
A satrap, title of a Persian viceroy or governor of a province, X. Cyr.7.4.2, 8.6.3, SIG182.3 (iv B.C.), Men.897, etc. (in form σαδράπας, IG12(2).645.18 (Nesus, iv B.C.); dat. pl. σαδράπησιν [-] Ἐφ. Ἀρχ. 1907.27 (Aranda)); of the five lords of the Philistines, LXX Jd.16.5, al.; of a Roman Governor, Philostr.VS1.22.3. (In Theopomp.Hist.103J. also ἐξατράπης, and in Carian Inscrr. ἐξαιθραπεύω, ἐξαιτραπεύω (qq.v.); in Arr.Fr.10 J. ξατράπης (cf. ζατράπης (leg. ξα-)· ὁ βασιλεύς, Hsch.), which is nearer to the OPers. χšaθrapāvan- lit. 'kingdom-protector'.)
2 cant word for a rich man, 'nabob', Alex.116.8 (pl.); σ. ἐκ πένητος Luc.Nigr.20.
3 as cult title of a god, IGRom.3.1059 (Maad, i B.C.), Paus.6.25.6.
German (Pape)
[Seite 864] ὁ, der Satrap, lat. satrapa (ein persisches Wort), Statthalter des Königs von Persien in einer Provinz; Xen. Cyr. 8, 6, 3; vgl. Isocr. 4, 152: οἱ καταβαίνοντες αὐτῶν ἐπὶ θάλατταν, οὓς καλοῦσι σατράπας, wie es bei Sp. der vornehme Herr bedeutet, mit dem Nebenbegriffe des Hochmuths u. der Ueppigkeit, Luc. Nigr. 20.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
satrape, gouverneur de province, en Perse ; fig. homme très riche.
Étym. anc. pers. khsbatrapâ, litt. « officier du khsha ou sha » -- DELG iranien xśaθra-pâ « qui protège le pays ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σατράπης -ου, ὁ satraap (stadhouder in het Perzische rijk); overdr. rijke parvenu. Luc. 8.20.
Russian (Dvoretsky)
σᾰτράπης: ου (ρᾰ) ὁ (перс.)
1 перен. богач Luc.;
2 сатрап, наместник персидского царя, правитель области Xen., Dem., Plut.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. σατράπισσα Ν, και σατράππης και σαδράπας και σάτρης και ἐξατράπης και ξατράπης και ζατράπης Α
(στην αρχ. Περσία) διοικητής περσικής επαρχίας, της σατραπείας
νεοελλ.
1. ηγέτης κράτους που ασκεί τυραννική εξουσία
2. άνθρωπος τυραννικός, δεσποτικός που οι πράξεις του χαρακτηρίζονται από αυταρχικότητα και αυθαιρεσία
αρχ.
1. Ρωμαίος άρχοντας
2. λατρευτική προσηγορία θεού
3. πομπώδης χαρακτηρισμός πλουσίου, αξιωματούχου ή ένδοξου προσώπου («σατράπης ἐκ πένητος», Λουκιαν.)
4. στον πληθ. oἱ σατράπαι
οι πέντε αρχηγοί τών Φιλισταίων («καὶ ἀνέβησαν πρὸς αὐτὴν οἱ σατράπαι τῶν ἀλλοφύλων», ΠΔ)
5. (κατά τον Ησύχ.) «ζατράπης
ὁ βασιλεύς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από το αμάρτυρο περσ. xsaθra-pā- «προστάτης της πατρίδας» (πρβλ. αρχ. περσ. xšaθra-pāvan-) < xšaθa- (πρβλ. κτῶμαι) + pāiti (πρβλ. ποιμήν, αρχ. ινδ. pāti «προφυλάσσω, προστατεύω»). Οι τ. ξατράπης, ἐξατράπης, ξαθράπης, ἐξαιθράπης (απ' όπου ἐξαιθραπεύω), που παραδίδονται σε επιγραφές, είναι πλησιέστεροι φωνητικά προς τον ιραν. τ., αλλά πιθ. οφείλονται σε επίδραση του προθεματικού ἐξ- (< ἐκ)].
Greek Monotonic
σᾰτράπης: [ᾰ], -ου, ὁ, σατράπης, αντιβασιλέας, Πέρσης αξιωματούχος, διοικητής περσικής επαρχίας, Λατ. satrapa, σε Ξεν. (περσ. λέξη).
Greek (Liddell-Scott)
σᾰτράπης: [ᾱ], -ου, ὁ, Λατ. satrăpa, ὄνομα ἀντιβασιλέως ἢ κυβερνήτου καὶ διοικητοῦ ἐπαρχίας Περσικῆς, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 4, 2., 8. 6, 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 348, κτλ. (Παρὰ Θεοπόμπῳ ὡσαύτως ἐξατράπης, καὶ ἐν Καρικαῖς ἐπιγραφαῖς ἐξαιθραπεύω, ἐκστρατεύω (ἴδε Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 470, ὅπερ μᾶλλον πλησιάζει πρὸς τὸν Ἑβρ. πληθ. achashdarp’ nim (Δαν. Γ΄, 2, Ϛ΄, 2, Ἐσθὴρ Α΄, 4, κ. ἀλλ.)· εἶναι δὲ ἡ λέξις ἡ αὐτὴ τῇ Ἀρχ. Περσ. khshatra-pâ = ὁ του Σάχου ἣ βασιλέως ἀξιωματικός, ἀντιβασιλεύς, πρβλ. Ralwins. εἰς Ἡρόδ. 1. 192. 2) ὡς πομπώδης λέξις, ἐπὶ πλουσίου ἀνθρώπου ἢ ἐνδόξου καὶ ἐπισήμου, Παυσ. 6. 25, 6· οἰονεὶ «πασσᾶς», «μπέης», σ. ἐκ. πένητος Λουκ. Νιγρῖν. 20. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σατράπαι· ἀρχηγοί, στρατηλάται. Περσικὴ δὲ ἡ λέξης».
Frisk Etymological English
-ου
Grammatical information: m.
Meaning: "satrap", governor of the Persian king (since X.).
Derivatives: σατραπ-ικός belonging to the satrap (Arist. etc.), f. -ίς (Philostr.), -εύω to be a satrap, to rule as a satrap (X. etc.) with -εία, Ion. -ηΐη f. the office, the province of a satrap, satrapy (since Hdt.); -εῖα n. pl. the palace of a satrap (Hld.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.
Etymology: From OIran. *xšaʮra-pā- protecting the empire (OP xšaça-pāvan-), from xšaʮra- (s. on κτάομαι) and pāiti (s. on ποιμήν). The not rare, often attested forms in inscriptions ξατρ-, ἐξα(ι)τρ-, ἐξαιθρ- (also σαδρ-) represent partly the OP xš- and the internal dental more exactly (s. Eilers-Mayrhofer Sprache 6, 120 n. 59 [p. 121], Brandenstein Sprachgesch. und Wortbed. 60), but are also folketymolog. conditioned: ἐξατρ- after ἐξ-; cf. Schwyzer 206 a. 329. The αι-diphthong is by Kretschmer Sprache 2, 70 with Lehmann-Haupt P. -W. s. Satrap col. 84 hardly convincingly derived from an unattested OIran. mixed form. -- Cf. also Skt. kṣatrapa- a. o., s. Schmitt ZDMG 117, 131.
Middle Liddell
σᾰ˘τράπης, ου, ὁ,
a satrap, viceroy, Lat. satrapa, Xen. [Persian word.]
Frisk Etymology German
σατράπης: -ου
{satrápēs}
Grammar: m.
Meaning: "Satrap", Statthalter des Perserkönigs (seit X.).
Derivative: Davon σατραπικός zum Satrapen gehörig (Arist. usw.). f. -ίς (Philostr.), -εύω Satrap sein, als Statthalter herrschen (X. usw.) mit -εία, ion. -ηΐη f. das Amt, die Provinz eines Satrapen, Satrapie (seit Hdt.); -εῖα n. pl. der Palast eines Satrapen (Hld.).
Etymology: Aus airan. *xšaϑra-pā- das Reich schützend (apers. xšaça-pāvan-), von xšaϑra- (s. zu κτάομαι) und pāiti (s. zu ποιμήν). Die nicht seltenen, oft inschriftlich belegten Formen ξατρ-, ἐξα(ι)τρ-, ἐξαιθρ- (auch σαδρ-) geben z. T. apers. xš- und den inlautenden Dental genauer wieder (s. Eilers-Mayrhofer Sprache 6, 120 A. 59 [S. 121], Brandenstein Sprachgesch. und Wortbed. 60), sind aber auch volksetymologisch bedingt: ἐξατρ- nach ἐξ-; vgl. Schwyzer 206 u. 329. Der αι- Diphthong wird von Kretschmer Sprache 2, 70 mit Lehmann-Haupt P. -W. s. Satrap Sp. 84 wenig überzeugend auf eine unbelegte altiran. Mischform zurückgefuhrt. — Dazu noch aind. kṣatrapa- u. a., s. Schmitt ZDMG 117, 131.
Page 2,680-681
English (Woodhouse)
Wikipedia EN
Satrap (/ˈsætrəp/) was a governor of the provinces of the ancient Median and Achaemenid Empires and in several of their successors, such as in the Sasanian Empire and the Hellenistic empires.
The satrap served as viceroy to the king, though with considerable autonomy. The word came to suggest tyranny or ostentatious splendour, and in modern usage refers to any subordinate or local ruler, usually with unfavourable connotations of corruption.
A satrapy is the territory governed by a satrap.
Mantoulidis Etymological
Περσική λέξη.
Παράγωγα: σατραπεύω, σατραπεία, σατραπεῖον, σατραπικός.
Translations
Afrikaans: satraap; Arabic: سَاتْرَاب; Armenian: սատրապ; Old Armenian: սատրապ; Asturian: sátrapa; Basque: satrapa; Belarusian: сатрап; Bengali: সত্রপ; Bulgarian: сатрап; Catalan: sàtrapa; Chinese Mandarin: 總督, 总督, 太守; Danish: satrap; Dutch: satraap; Finnish: satraappi; French: satrape; Galician: sátrapa; German: Satrap; Greek: σατράπης; Ancient Greek: σατράπης; Hebrew: אֲחַשְׁדַּרְפַּן; Hindi: सात्राप; Ido: satrapo; Italian: satrapo; Japanese: サトラップ, 総督, 太守; Korean: 태수; Latin: satrapēs; Latvian: satraps; Macedonian: сатрап; Middle Persian: 𐭱𐭮𐭯; Norwegian: satrap; Nynorsk: satrap; Occitan: satrapa; Persian: ساتراپ, شهرب; Polish: satrapa; Portuguese: sátrapa; Russian: сатрап; Spanish: sátrapa; Swedish: satrap; Tagalog: satrapa; Tajik: сатрап; Thai: เซแทร็ป; Ukrainian: сатрап; Western Panjabi: ساتراپی
af: satraap; ar: ساتراب; ast: sátrapa; be: сатрап; bg: сатрап; bn: সত্রপ; br: satrap; bs: satrap; bxr: сатрап; ca: sàtrapa; cy: satrap; da: satrap; de: Satrap; diq: satrap; el: σατράπης; en: satrap; es: sátrapa; et: satraap; eu: satrapa; fa: ساتراپ; fi: satraappi; fr: satrape; gl: sátrapa; he: אחשדרפן; hi: सात्राप; hr: satrap; hu: satrapa; hy: սատրապ; id: satrap; io: satrapo; it: satrapo; ja: サトラップ; jv: satrap; ko: 사트라프; ku: satrap; la: satrapes; lv: satraps; mg: satrapa; mk: сатрап; ms: satrap; nl: satraap; nn: satrap; no: satrap; oc: satrapa; pl: satrapa; pnb: ساتراپی; pt: sátrapa; ro: satrap; ru: сатрап; sh: satrap; simple: satrap; sl: satrap; sn: saturapu; sq: satrap; sr: сатрап; su: satrap; sv: satrap; te: సాత్రపాలు; tg: сатрап; th: เซแทร็ป; tl: satrapa; tr: satraplık; tt: satrap; uk: сатрап; uz: satrap; vi: satrap; war: satrapa; wuu: 总督; zh: 總督