σκέλλω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0891.png Seite 891]] auch [[σκελέω]], aor. ἔσκηλα, trocken, dürr machen, [[austrocknen]], dörren; μὴ [[μένος]] Ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ [[χρόα]] ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν, damit nicht der Sonne Gewalt die Haut rings um die Sehnen und Glieder ausdörre, Il. 23, 191; σκήλῃ, conj. aor., Nic. Ther. 694. – Auch = mager machen und hart machen, verhärten, Sp. – Pass. σκέλλομαι, fut. σκλήσομαι, aor. ἔσκλην, σκλαίην, [[σκλῆναι]], und perf. [[ἔσκληκα]], vertrocknen, [[verdorren]], mager werden, Sp; πίνῳ δέ οἱ [[αὐαλέος]] χρὼς ἐσκλήκει, Ap. Rh. 2, 200; vgl. Nic. Th. 789; eine synkopirte Form des perf. ἐσκληῶτες findet sich Ap. Rh. 2, 53.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0891.png Seite 891]] auch [[σκελέω]], aor. ἔσκηλα, trocken, dürr machen, [[austrocknen]], dörren; μὴ [[μένος]] Ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ [[χρόα]] ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν, damit nicht der Sonne Gewalt die Haut rings um die Sehnen und Glieder ausdörre, Il. 23, 191; σκήλῃ, conj. aor., Nic. Ther. 694. – Auch = mager machen und hart machen, verhärten, Sp. – Pass. σκέλλομαι, fut. σκλήσομαι, aor. ἔσκλην, σκλαίην, [[σκλῆναι]], und perf. [[ἔσκληκα]], vertrocknen, [[verdorren]], mager werden, Sp; πίνῳ δέ οἱ [[αὐαλέος]] χρὼς ἐσκλήκει, Ap. Rh. 2, 200; vgl. Nic. Th. 789; eine synkopirte Form des perf. ἐσκληῶτες findet sich Ap. Rh. 2, 53.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> σκελῶ, <i>ao.</i> ἔσκηλα;<br />faire sécher, faire dessécher, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Σκελ, être desséché.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκέλλω''': μέλλ. σκελῶ Γαλην. 6. 558· ἀόρ. α´ ἔσκηλα, εὐκτ. σκήλειε Ἰλ.· ἔσκειλα Ζωναρ. 1650.― Παθητ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΛ παράγονται καὶ τὰ ἀσκελής, περισκελής, σκελιφρός, [[ὡσαύτως]] [[σκληρός]], σκληφρός· [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ Λατ. squal-eo). Ξηραίνω, [[καταξηραίνω]], στεγνώνω, μὴ [[μένος]] ἠελίοιο σκήλει’ ἀμφὶ ἐπὶ [[χρόα]] ἵνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Ἰλ. Ψ. 191· πρβλ. [[ἐνσκέλλω]]. ΙΙ. Παθ., σκέλλομαι (κατα- Αἰσχύλ. Πρ. 481)· μέλλ. σκελοῦμαι Ἡσύχ.· μετὰ πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. [[ἔσκληκα]] ἔχοντος σημασ. ἐνεστ.· ― (ἐν δὲ τοῖς συνθέτοις καὶ μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β´ ἐνεργ. [[σκλῆναι]]. πρβλ. *ἀπόσκλημι)· ― εἶμαι [[κατάξηρος]], [[στεγνός]], [[κάτισχνος]], ἐσκληκότα καπνῷ, ἐξηραμμένη εἰς τὸν καπνόν, Χοιρίλ. 4, πρβλ. Νικ. Θηρ. 718· χρὼς ἐσκλήκει Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 201· Ἐπικ. μετοχ. ὀνομαστ. πληθ. ἐσκληῶτες [[αὐτόθι]] 53· πρβλ. ἐν-, ἐξέσκληκα.
|lstext='''σκέλλω''': μέλλ. σκελῶ Γαλην. 6. 558· ἀόρ. α´ ἔσκηλα, εὐκτ. σκήλειε Ἰλ.· ἔσκειλα Ζωναρ. 1650.― Παθητ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΛ παράγονται καὶ τὰ ἀσκελής, περισκελής, σκελιφρός, [[ὡσαύτως]] [[σκληρός]], σκληφρός· [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ Λατ. squal-eo). Ξηραίνω, [[καταξηραίνω]], στεγνώνω, μὴ [[μένος]] ἠελίοιο σκήλει’ ἀμφὶ ἐπὶ [[χρόα]] ἵνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Ἰλ. Ψ. 191· πρβλ. [[ἐνσκέλλω]]. ΙΙ. Παθ., σκέλλομαι (κατα- Αἰσχύλ. Πρ. 481)· μέλλ. σκελοῦμαι Ἡσύχ.· μετὰ πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. [[ἔσκληκα]] ἔχοντος σημασ. ἐνεστ.· ― (ἐν δὲ τοῖς συνθέτοις καὶ μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β´ ἐνεργ. [[σκλῆναι]]. πρβλ. *ἀπόσκλημι)· ― εἶμαι [[κατάξηρος]], [[στεγνός]], [[κάτισχνος]], ἐσκληκότα καπνῷ, ἐξηραμμένη εἰς τὸν καπνόν, Χοιρίλ. 4, πρβλ. Νικ. Θηρ. 718· χρὼς ἐσκλήκει Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 201· Ἐπικ. μετοχ. ὀνομαστ. πληθ. ἐσκληῶτες [[αὐτόθι]] 53· πρβλ. ἐν-, ἐξέσκληκα.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> σκελῶ, <i>ao.</i> ἔσκηλα;<br />faire sécher, faire dessécher, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Σκελ, être desséché.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth