Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκέλλω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> σκελῶ, <i>ao.</i> ἔσκηλα;<br />faire sécher, faire dessécher, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Σκελ, être desséché.
|btext=<i>f.</i> σκελῶ, <i>ao.</i> ἔσκηλα;<br />faire sécher, faire dessécher, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Σκελ, être desséché.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκέλλω''': μέλλ. σκελῶ Γαλην. 6. 558· ἀόρ. α´ ἔσκηλα, εὐκτ. σκήλειε Ἰλ.· ἔσκειλα Ζωναρ. 1650.― Παθητ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΛ παράγονται καὶ τὰ ἀσκελής, περισκελής, σκελιφρός, [[ὡσαύτως]] [[σκληρός]], σκληφρός· [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ Λατ. squal-eo). Ξηραίνω, [[καταξηραίνω]], στεγνώνω, μὴ [[μένος]] ἠελίοιο σκήλει’ ἀμφὶ ἐπὶ [[χρόα]] ἵνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Ἰλ. Ψ. 191· πρβλ. [[ἐνσκέλλω]]. ΙΙ. Παθ., σκέλλομαι (κατα- Αἰσχύλ. Πρ. 481)· μέλλ. σκελοῦμαι Ἡσύχ.· μετὰ πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. [[ἔσκληκα]] ἔχοντος σημασ. ἐνεστ.· ― (ἐν δὲ τοῖς συνθέτοις καὶ μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β´ ἐνεργ. [[σκλῆναι]]. πρβλ. *ἀπόσκλημι)· ― εἶμαι [[κατάξηρος]], [[στεγνός]], [[κάτισχνος]], ἐσκληκότα καπνῷ, ἐξηραμμένη εἰς τὸν καπνόν, Χοιρίλ. 4, πρβλ. Νικ. Θηρ. 718· χρὼς ἐσκλήκει Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 201· Ἐπικ. μετοχ. ὀνομαστ. πληθ. ἐσκληῶτες [[αὐτόθι]] 53· πρβλ. ἐν-, ἐξέσκληκα.
|elnltext=σκέλλω, ep. aor. opt. σκήλειε, doen uitdrogen:. μὴ πρὶν μένος ἠελίοιο σκήλει ( ε ) … χρόα opdat niet tevoren de kracht van de zon de huid zou uitdrogen Il. 23.191.
}}
{{elru
|elrutext='''σκέλλω:''' (3 л. sing. aor. opt. [[σκήλειε]]) высушивать, иссушать (τι Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σκέλλω:''' μέλ. <i>σκελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἔσκηλα</i>, γʹ ενικ. ευκτ. <i>σκήλειε</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ξηραίνω]], [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]], αφυδατώνω, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., <i>σκέλλομαι</i>, με αμτβ. Ενεργ. παρακ. [[ἔσκληκα]], είμαι αφυδατωμένος, απισχνασμένος, [[στεγνός]], [[ξερός]], μαραμένος, βλ. [[κατασκέλλομαι]].
|lsmtext='''σκέλλω:''' μέλ. <i>σκελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἔσκηλα</i>, γʹ ενικ. ευκτ. <i>σκήλειε</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ξηραίνω]], [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]], αφυδατώνω, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., <i>σκέλλομαι</i>, με αμτβ. Ενεργ. παρακ. [[ἔσκληκα]], είμαι αφυδατωμένος, απισχνασμένος, [[στεγνός]], [[ξερός]], μαραμένος, βλ. [[κατασκέλλομαι]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκέλλω:''' (3 л. sing. aor. opt. [[σκήλειε]]) высушивать, иссушать (τι Hom.).
|lstext='''σκέλλω''': μέλλ. σκελῶ Γαλην. 6. 558· ἀόρ. α´ ἔσκηλα, εὐκτ. σκήλειε Ἰλ.· ἔσκειλα Ζωναρ. 1650.― Παθητ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΛ παράγονται καὶ τὰ ἀσκελής, περισκελής, σκελιφρός, [[ὡσαύτως]] [[σκληρός]], σκληφρός· [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ Λατ. squal-eo). Ξηραίνω, [[καταξηραίνω]], στεγνώνω, μὴ [[μένος]] ἠελίοιο σκήλει’ ἀμφὶ ἐπὶ [[χρόα]] ἵνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Ἰλ. Ψ. 191· πρβλ. [[ἐνσκέλλω]]. ΙΙ. Παθ., σκέλλομαι (κατα- Αἰσχύλ. Πρ. 481)· μέλλ. σκελοῦμαι Ἡσύχ.· μετὰ πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. [[ἔσκληκα]] ἔχοντος σημασ. ἐνεστ.· ― (ἐν δὲ τοῖς συνθέτοις καὶ μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β´ ἐνεργ. [[σκλῆναι]]. πρβλ. *ἀπόσκλημι)· ― εἶμαι [[κατάξηρος]], [[στεγνός]], [[κάτισχνος]], ἐσκληκότα καπνῷ, ἐξηραμμένη εἰς τὸν καπνόν, Χοιρίλ. 4, πρβλ. Νικ. Θηρ. 718· χρὼς ἐσκλήκει Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 201· Ἐπικ. μετοχ. ὀνομαστ. πληθ. ἐσκληῶτες [[αὐτόθι]] 53· πρβλ. ἐν-, ἐξέσκληκα.
}}
{{elnl
|elnltext=σκέλλω, ep. aor. opt. σκήλειε, doen uitdrogen:. μὴ πρὶν μένος ἠελίοιο σκήλει ( ε ) … χρόα opdat niet tevoren de kracht van de zon de huid zou uitdrogen Il. 23.191.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to dry, dry up, make dry, [[parch]], Il.<br /><b class="num">II.</b> Pass., σκέλλομαι, with intr. perf. act. [[ἔσκληκα]], to be [[parched]], [[lean]], dry, v. [[κατασκέλλομαι]].
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to dry, dry up, make dry, [[parch]], Il.<br /><b class="num">II.</b> Pass., σκέλλομαι, with intr. perf. act. [[ἔσκληκα]], to be [[parched]], [[lean]], dry, v. [[κατασκέλλομαι]].
}}
}}