3,274,916
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0902.png Seite 902]] οπος, ὁ, jeder zugespitzte Körper; bes. [[Pfahl]], Spitzpfahl, Pallisade, ein Haupttheil der Befestigung bei Städten und sonst haltbaren Orten; schon bei Hom., τείχεα σκολόπεσσιν ἀρηρότα Od. 7, 45, ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν Il. 9, 350, am Graben; διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν, 8, 343. 15, 1; σκόλοπες γὰρ ἐν αὐτῇ (τάφρῳ) όξέες ἑστᾶσιν, 12, 63, vgl. 55; Ἀχαιοὶ τάφρῳ καὶ σκολόπεσσιν ἐνιπλήξαντες, 15, 344; πῶς περάσει σκόλοπας ἐν τροπῇ [[στρατός]]; Eur. Rhes. 116; σκόλοπας περὶ τὸ [[ἕρκος]] ἔπηξαν, Her. 9, 97; [[τάφρος]] ἦν καὶ σκόλοπες ἐπὶ τῆς ἀναβολῆς, Xen. An. 5, 2, 5; φρούρια καὶ σκόλοπες, Strat. 47 (XII, 205); σκόλοπος χαλεποῦ τρηχυτέρη [[οἶμος]], Archimel. 2 (VII, 50); auch ein Pfahl zum Anspießen, κεφαλὴν πῆξαι ἀνὰ σκολόπ εσσι, Il. 18, 177; σκόλοψι πήξωμεν [[δέμας]], Eur. I. T. 1430. – Uebh. Splitter, Dorn, σκόλοπος αὐτῷ καταπαγέντος, S. Emp. pyrrh. 1, 238; Luc. de merc. cond. 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0902.png Seite 902]] οπος, ὁ, jeder zugespitzte Körper; bes. [[Pfahl]], Spitzpfahl, Pallisade, ein Haupttheil der Befestigung bei Städten und sonst haltbaren Orten; schon bei Hom., τείχεα σκολόπεσσιν ἀρηρότα Od. 7, 45, ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν Il. 9, 350, am Graben; διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν, 8, 343. 15, 1; σκόλοπες γὰρ ἐν αὐτῇ (τάφρῳ) όξέες ἑστᾶσιν, 12, 63, vgl. 55; Ἀχαιοὶ τάφρῳ καὶ σκολόπεσσιν ἐνιπλήξαντες, 15, 344; πῶς περάσει σκόλοπας ἐν τροπῇ [[στρατός]]; Eur. Rhes. 116; σκόλοπας περὶ τὸ [[ἕρκος]] ἔπηξαν, Her. 9, 97; [[τάφρος]] ἦν καὶ σκόλοπες ἐπὶ τῆς ἀναβολῆς, Xen. An. 5, 2, 5; φρούρια καὶ σκόλοπες, Strat. 47 (XII, 205); σκόλοπος χαλεποῦ τρηχυτέρη [[οἶμος]], Archimel. 2 (VII, 50); auch ein Pfahl zum Anspießen, κεφαλὴν πῆξαι ἀνὰ σκολόπ εσσι, Il. 18, 177; σκόλοψι πήξωμεν [[δέμας]], Eur. I. T. 1430. – Uebh. Splitter, Dorn, σκόλοπος αὐτῷ καταπαγέντος, S. Emp. pyrrh. 1, 238; Luc. de merc. cond. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οπος (ὁ) :<br /><b>1</b> pieu ; palissade;<br /><b>2</b> pieu sur lequel on fiche une tête;<br /><b>3</b> pal;<br /><b>4</b> pointe d'hameçon.<br />'''Étymologie:''' probabl. apparenté à [[κόλος]], [[κολούω]], <i>litt.</i> tronc d'arbre coupé. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκόλοψ''': -οπος, ὁ, πᾶν τὸ εἰς ὀξὺ ἀπολῆγον· [[μάλιστα]] δὲ [[πάσσαλος]], «παλοῦκι» ἐφ’ οὗ ἐνεπήγνυντο αἱ κεφαλαὶ τῶν ἐχθρῶν, Ἰλ. Σ. 177· ἢ πρὸς ἀνασκολοπισμὸν («παλούκωμα»), Εὐρ. Βάκχ. 983, Ι. Τ. 1430, Ἠλ. 898· ἐπὶ σκόλοψιν ἀναρτᾶσθαι Διοδ. Ἐκλογ. 596.65· - [[ὅθεν]] ἐν τῷ πληθ. σκόλοπες, πάσσαλοι πρὸς ὀχύρωσιν ἢ [[χαράκωμα]] χρήσιμοι ἔτι παρ’ Ὁμήρῳ, τείχεα... σκολόπεσσιν ἀρηρότα Ὀδ. Η. 45· καὶ συχν. ἐν τῇ Ἰλιάδι, ἐν δὲ [τάφρῳ] σκόλοπας κατέπηξαν Η. 441· διὰ τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν Θ. 343, πρβλ. Μ. 63, Ο. 344· οὕτω, σκόλοπας περὶ τὸ [[ἕρκος]] κατέπηξαν Ἡρόδ. 9. 97, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 116, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 5· - ἂν καὶ τὸ σύνηθες παρ’ Ἀττικ. [[ὄνομα]] [[εἶναι]] [[σταύρωμα]]. 2) [[ἄκανθα]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΛΓ΄, 55, κ. ἀλλ.), Βάβρ. 122, Διοσκ. 4. 49, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 7. 3) [[ἐργαλεῖον]] πρὸς χειρουργικὴν ἐγχείρησιν ἐν τῇ οὐρήθρᾳ, Ὀρειβάσ. σ. 187 Mai. 4) τὸ ὀξὺ [[ἄκρον]] ἁλιευτικοῦ ἀγκίστρου, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3. ΙΙ. [[δένδρον]], Εὐρ. Βάκχ. 983, [[ἔνθα]] ἴδε Elmsl., Ἡσύχ. | |lstext='''σκόλοψ''': -οπος, ὁ, πᾶν τὸ εἰς ὀξὺ ἀπολῆγον· [[μάλιστα]] δὲ [[πάσσαλος]], «παλοῦκι» ἐφ’ οὗ ἐνεπήγνυντο αἱ κεφαλαὶ τῶν ἐχθρῶν, Ἰλ. Σ. 177· ἢ πρὸς ἀνασκολοπισμὸν («παλούκωμα»), Εὐρ. Βάκχ. 983, Ι. Τ. 1430, Ἠλ. 898· ἐπὶ σκόλοψιν ἀναρτᾶσθαι Διοδ. Ἐκλογ. 596.65· - [[ὅθεν]] ἐν τῷ πληθ. σκόλοπες, πάσσαλοι πρὸς ὀχύρωσιν ἢ [[χαράκωμα]] χρήσιμοι ἔτι παρ’ Ὁμήρῳ, τείχεα... σκολόπεσσιν ἀρηρότα Ὀδ. Η. 45· καὶ συχν. ἐν τῇ Ἰλιάδι, ἐν δὲ [τάφρῳ] σκόλοπας κατέπηξαν Η. 441· διὰ τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν Θ. 343, πρβλ. Μ. 63, Ο. 344· οὕτω, σκόλοπας περὶ τὸ [[ἕρκος]] κατέπηξαν Ἡρόδ. 9. 97, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 116, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 5· - ἂν καὶ τὸ σύνηθες παρ’ Ἀττικ. [[ὄνομα]] [[εἶναι]] [[σταύρωμα]]. 2) [[ἄκανθα]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΛΓ΄, 55, κ. ἀλλ.), Βάβρ. 122, Διοσκ. 4. 49, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 7. 3) [[ἐργαλεῖον]] πρὸς χειρουργικὴν ἐγχείρησιν ἐν τῇ οὐρήθρᾳ, Ὀρειβάσ. σ. 187 Mai. 4) τὸ ὀξὺ [[ἄκρον]] ἁλιευτικοῦ ἀγκίστρου, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3. ΙΙ. [[δένδρον]], Εὐρ. Βάκχ. 983, [[ἔνθα]] ἴδε Elmsl., Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |