Anonymous

σκόλοψ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οπος (ὁ) :<br /><b>1</b> pieu ; palissade;<br /><b>2</b> pieu sur lequel on fiche une tête;<br /><b>3</b> pal;<br /><b>4</b> pointe d'hameçon.<br />'''Étymologie:''' probabl. apparenté à [[κόλος]], [[κολούω]], <i>litt.</i> tronc d'arbre coupé.
|btext=οπος (ὁ) :<br /><b>1</b> pieu ; palissade;<br /><b>2</b> pieu sur lequel on fiche une tête;<br /><b>3</b> pal;<br /><b>4</b> pointe d'hameçon.<br />'''Étymologie:''' probabl. apparenté à [[κόλος]], [[κολούω]], <i>litt.</i> tronc d'arbre coupé.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκόλοψ''': -οπος, ὁ, πᾶν τὸ εἰς ὀξὺ ἀπολῆγον· [[μάλιστα]] δὲ [[πάσσαλος]], «παλοῦκι» ἐφ’ οὗ ἐνεπήγνυντο αἱ κεφαλαὶ τῶν ἐχθρῶν, Ἰλ. Σ. 177· ἢ πρὸς ἀνασκολοπισμὸν («παλούκωμα»), Εὐρ. Βάκχ. 983, Ι. Τ. 1430, Ἠλ. 898· ἐπὶ σκόλοψιν ἀναρτᾶσθαι Διοδ. Ἐκλογ. 596.65· - [[ὅθεν]] ἐν τῷ πληθ. σκόλοπες, πάσσαλοι πρὸς ὀχύρωσιν ἢ [[χαράκωμα]] χρήσιμοι ἔτι παρ’ Ὁμήρῳ, τείχεα... σκολόπεσσιν ἀρηρότα Ὀδ. Η. 45· καὶ συχν. ἐν τῇ Ἰλιάδι, ἐν δὲ [τάφρῳ] σκόλοπας κατέπηξαν Η. 441· διὰ τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν Θ. 343, πρβλ. Μ. 63, Ο. 344· οὕτω, σκόλοπας περὶ τὸ [[ἕρκος]] κατέπηξαν Ἡρόδ. 9. 97, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 116, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 5· - ἂν καὶ τὸ σύνηθες παρ’ Ἀττικ. [[ὄνομα]] [[εἶναι]] [[σταύρωμα]]. 2) [[ἄκανθα]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΛΓ΄, 55, κ. ἀλλ.), Βάβρ. 122, Διοσκ. 4. 49, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 7. 3) [[ἐργαλεῖον]] πρὸς χειρουργικὴν ἐγχείρησιν ἐν τῇ οὐρήθρᾳ, Ὀρειβάσ. σ. 187 Mai. 4) τὸ ὀξὺ [[ἄκρον]] ἁλιευτικοῦ ἀγκίστρου, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3. ΙΙ. [[δένδρον]], Εὐρ. Βάκχ. 983, [[ἔνθα]] ἴδε Elmsl., Ἡσύχ.
|elnltext=σκόλοψ -οπος, ὁ [σκάλλω] alg. puntig voorwerp paal:; σκόλοψι τήξωμεν δέμας wij zullen hun lichaam op een paal spiesen Eur. IT 1430; plur. σκόλοπες ook palissade. punt (van een vishaak). Luc. 36.6.
}}
{{elru
|elrutext='''σκόλοψ:''' οπος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[кол]] Hom., Eur.; pl. частокол Hom., Her., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> [[острие рыболовного крючка]]: ἡ ἐς τὸ [[ἔμπαλιν]] τοῦ σκόλοπος [[ἀναστροφή]] Luc. загнутое назад острие крючка;<br /><b class="num">3)</b> [[заноза]] (ἐδόθη μοι σ. τῇ σαρκί NT): σκόλοπός τινι καταπαγέντος Sext. если в кого-л. попадет заноза;<br /><b class="num">4)</b> поэт. дерево: ἀπὸ πέτρας ἢ σκόλοπος Eur. с высоты скалы или дерева.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''σκόλοψ:''' -οπος, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πάσσαλος]] που έχει αιχμηρή [[απόληξη]], [[παλούκι]], [[σούβλα]], [[σταυρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· στον πληθ. <i>σκόλοπες</i>, [[συστάδα]] από πασσάλους, [[περίφραξη]] από πασσάλους, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αγκάθι]], [[αγκίδα]], σε Βάβρ., Κ.Δ.<br /><b class="num">II.</b> δέντρο, σε Ευρ.
|lsmtext='''σκόλοψ:''' -οπος, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πάσσαλος]] που έχει αιχμηρή [[απόληξη]], [[παλούκι]], [[σούβλα]], [[σταυρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· στον πληθ. <i>σκόλοπες</i>, [[συστάδα]] από πασσάλους, [[περίφραξη]] από πασσάλους, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αγκάθι]], [[αγκίδα]], σε Βάβρ., Κ.Δ.<br /><b class="num">II.</b> δέντρο, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκόλοψ:''' οπος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[кол]] Hom., Eur.; pl. частокол Hom., Her., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> [[острие рыболовного крючка]]: ἡ ἐς τὸ [[ἔμπαλιν]] τοῦ σκόλοπος [[ἀναστροφή]] Luc. загнутое назад острие крючка;<br /><b class="num">3)</b> [[заноза]] (ἐδόθη μοι σ. τῇ σαρκί NT): σκόλοπός τινι καταπαγέντος Sext. если в кого-л. попадет заноза;<br /><b class="num">4)</b> поэт. дерево: ἀπὸ πέτρας ἢ σκόλοπος Eur. с высоты скалы или дерева.
|lstext='''σκόλοψ''': -οπος, , πᾶν τὸ εἰς ὀξὺ ἀπολῆγον· [[μάλιστα]] δὲ [[πάσσαλος]], «παλοῦκι» ἐφ’ οὗ ἐνεπήγνυντο αἱ κεφαλαὶ τῶν ἐχθρῶν, Ἰλ. Σ. 177· ἢ πρὸς ἀνασκολοπισμὸν («παλούκωμα»), Εὐρ. Βάκχ. 983, Ι. Τ. 1430, Ἠλ. 898· ἐπὶ σκόλοψιν ἀναρτᾶσθαι Διοδ. Ἐκλογ. 596.65· - [[ὅθεν]] ἐν τῷ πληθ. σκόλοπες, πάσσαλοι πρὸς ὀχύρωσιν ἢ [[χαράκωμα]] χρήσιμοι ἔτι παρ’ Ὁμήρῳ, τείχεα... σκολόπεσσιν ἀρηρότα Ὀδ. Η. 45· καὶ συχν. ἐν τῇ Ἰλιάδι, ἐν δὲ [τάφρῳ] σκόλοπας κατέπηξαν Η. 441· διὰ τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν Θ. 343, πρβλ. Μ. 63, Ο. 344· οὕτω, σκόλοπας περὶ τὸ [[ἕρκος]] κατέπηξαν Ἡρόδ. 9. 97, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 116, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 5· - ἂν καὶ τὸ σύνηθες παρ’ Ἀττικ. [[ὄνομα]] [[εἶναι]] [[σταύρωμα]]. 2) [[ἄκανθα]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΛΓ΄, 55, κ. ἀλλ.), Βάβρ. 122, Διοσκ. 4. 49, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 7. 3) [[ἐργαλεῖον]] πρὸς χειρουργικὴν ἐγχείρησιν ἐν τῇ οὐρήθρᾳ, Ὀρειβάσ. σ. 187 Mai. 4) τὸ ὀξὺ [[ἄκρον]] ἁλιευτικοῦ ἀγκίστρου, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3. ΙΙ. [[δένδρον]], Εὐρ. Βάκχ. 983, [[ἔνθα]] ἴδε Elmsl., Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκόλοψ -οπος, ὁ [σκάλλω] alg. puntig voorwerp paal:; σκόλοψι τήξωμεν δέμας wij zullen hun lichaam op een paal spiesen Eur. IT 1430; plur. σκόλοπες ook palissade. punt (van een vishaak). Luc. 36.6.
}}
}}
{{etym
{{etym