συναρτάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] mit aufhängen od. aufheben, mit anknüpfen, verbinden; Eur. συναρτήσας [[γένος]], Med. 564; u. pass., δύο καὶ πλείους ναῦς περὶ μίαν κατ' ἀνάγκην ξυνηρτῆσθαι, Thuc. 7, 70; auch von einem geschlagenen Feinde, nicht ablassen mit Verfolgen, sich an ihn heften, Plut. Marcell. 14; συνηρτῆσαι Σουήβοις, Pomp. 51; Sert. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] mit aufhängen od. aufheben, mit anknüpfen, verbinden; Eur. συναρτήσας [[γένος]], Med. 564; u. pass., δύο καὶ πλείους ναῦς περὶ μίαν κατ' ἀνάγκην ξυνηρτῆσθαι, Thuc. 7, 70; auch von einem geschlagenen Feinde, nicht ablassen mit Verfolgen, sich an ihn heften, Plut. Marcell. 14; συνηρτῆσαι Σουήβοις, Pomp. 51; Sert. 12.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> suspendre avec <i>ou</i> ensemble;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> rattacher ensemble, unir, acc.;<br /><b>III.</b> <i>pf. Pass.</i> συνηρτῆσθαι :<br /><b>1</b> s'attacher à, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc.;<br /><b>2</b> être accroché <i>en parl. de navires dans un combat naval</i> : [[περί]] [[τι]] à (un navire).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀρτάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συναρτάω''': [[συνάπτω]], σ. γένος Εὐρ. Μήδ. 564· (οὕτω, ξυνῆψε γένος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 562)· τὴν γῆν ἅμα καὶ τὴν θάλασσαν Λουκ. Θεῶν Διάλογ. 21. 21. ― Παθητ., συμπλέκομαι, δύο περὶ μίαν καὶ ἔστιν ᾗ καὶ πλείους [[ναῦς]]… ξυνηρτῆσθαι, «συμπεπλέχθαι» (Σχόλ.), Θουκ. 7. 70· σ. τινι, [[εἶναι]] συγκεκολλημένον εἴς τινα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 12· [[πρός]] τι [[αὐτόθι]] 1. 17, 8· σ. εἰς ἓν ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 7, 7· ἀφ’ [[ἑνός]], ἐξ ἑνὸς περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 1, Προβλ. 31. 7. 3) μεταφορ., συνηρτημέναι ἀρεταὶ τοῖς πάθεσι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 3· τῷ ἀθανάτῳ τὸ ἀθάνατον σ. ὁ αὐτ. περὶ Οὐρ. 1. 3, 10· συνηρτῆσθαι πολέμῳ, ἐμπλέκεσθαι, περιπλέκεσθαι εἰς..., Πλούτ. Νουμ. 20· σ. διώξεσι καὶ φυγαῖς, εἶμαι ἀεὶ ἠσχολημένος εἰς.., ὁ αὐτ. ἐν Σερτ. 12· συνηρτῆσθαί τινι, συμπλέκεσθαι μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 24· παρακολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον τὸν ἐχθρὸν [[ὄπισθεν]], ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 51. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ νόμ. Α΄, σ. 146.
|lstext='''συναρτάω''': [[συνάπτω]], σ. γένος Εὐρ. Μήδ. 564· (οὕτω, ξυνῆψε γένος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 562)· τὴν γῆν ἅμα καὶ τὴν θάλασσαν Λουκ. Θεῶν Διάλογ. 21. 21. ― Παθητ., συμπλέκομαι, δύο περὶ μίαν καὶ ἔστιν ᾗ καὶ πλείους [[ναῦς]]… ξυνηρτῆσθαι, «συμπεπλέχθαι» (Σχόλ.), Θουκ. 7. 70· σ. τινι, [[εἶναι]] συγκεκολλημένον εἴς τινα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 12· [[πρός]] τι [[αὐτόθι]] 1. 17, 8· σ. εἰς ἓν ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 7, 7· ἀφ’ [[ἑνός]], ἐξ ἑνὸς περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 1, Προβλ. 31. 7. 3) μεταφορ., συνηρτημέναι ἀρεταὶ τοῖς πάθεσι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 3· τῷ ἀθανάτῳ τὸ ἀθάνατον σ. ὁ αὐτ. περὶ Οὐρ. 1. 3, 10· συνηρτῆσθαι πολέμῳ, ἐμπλέκεσθαι, περιπλέκεσθαι εἰς..., Πλούτ. Νουμ. 20· σ. διώξεσι καὶ φυγαῖς, εἶμαι ἀεὶ ἠσχολημένος εἰς.., ὁ αὐτ. ἐν Σερτ. 12· συνηρτῆσθαί τινι, συμπλέκεσθαι μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 24· παρακολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον τὸν ἐχθρὸν [[ὄπισθεν]], ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 51. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ νόμ. Α΄, σ. 146.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> suspendre avec <i>ou</i> ensemble;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> rattacher ensemble, unir, acc.;<br /><b>III.</b> <i>pf. Pass.</i> συνηρτῆσθαι :<br /><b>1</b> s'attacher à, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc.;<br /><b>2</b> être accroché <i>en parl. de navires dans un combat naval</i> : [[περί]] [[τι]] à (un navire).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀρτάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm