συνεπιφαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=se montrer avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ἐπιφαίνομαι.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιφαίνομαι''': Παθ., [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἐπιφαίνομαι, ἡ [[χάρις]] συνεπεφαίνετο τοῖς κινήμασι τοῦ προσώπου Πλουτ. Ἀντών. 83 ἐν τῇ ἀρχῇ, 2. 767C, κτλ.
|lstext='''συνεπιφαίνομαι''': Παθ., [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἐπιφαίνομαι, ἡ [[χάρις]] συνεπεφαίνετο τοῖς κινήμασι τοῦ προσώπου Πλουτ. Ἀντών. 83 ἐν τῇ ἀρχῇ, 2. 767C, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=se montrer avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ἐπιφαίνομαι.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνεπιφαίνομαι:''' [[одновременно выставляться напоказ]], [[являться]] Plut.
|elrutext='''συνεπιφαίνομαι:''' [[одновременно выставляться напоказ]], [[являться]] Plut.
}}
}}

Revision as of 09:40, 2 October 2022

French (Bailly abrégé)

se montrer avec.
Étymologie: σύν, ἐπιφαίνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιφαίνομαι: Παθ., ὁμοῦ μετά τινος ἐπιφαίνομαι, ἡ χάρις συνεπεφαίνετο τοῖς κινήμασι τοῦ προσώπου Πλουτ. Ἀντών. 83 ἐν τῇ ἀρχῇ, 2. 767C, κτλ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιφαίνομαι: одновременно выставляться напоказ, являться Plut.