φυλακτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1313.png Seite 1313]] gut bewachend, beschützend, geschickt zum Bewachen, wachsam; [[μνήμη]] [[διάθεσις]] ψυχῆς φυλακτικὴ τῆς ἐν αὐτῇ ὑπαρχούσης ἀληθείας Plat. def. 414 a; τῶν ὄντων, das Vorhandene zu schützen geschickt, Xen. Mem. 3, 4,9. – Auch vom med., geschickt sich zu hüten, behutsam, vorsichtig; Xen. Mem. 3, 1,6; Plat. Ep. VII, 322 d; φυλακτικῶς ἕκαστα χειρίζειν Pol. 6, 8,3, vgl. 1, 18, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1313.png Seite 1313]] gut bewachend, beschützend, geschickt zum Bewachen, wachsam; [[μνήμη]] [[διάθεσις]] ψυχῆς φυλακτικὴ τῆς ἐν αὐτῇ ὑπαρχούσης ἀληθείας Plat. def. 414 a; τῶν ὄντων, das Vorhandene zu schützen geschickt, Xen. Mem. 3, 4,9. – Auch vom med., geschickt sich zu hüten, behutsam, vorsichtig; Xen. Mem. 3, 1,6; Plat. Ep. VII, 322 d; φυλακτικῶς ἕκαστα χειρίζειν Pol. 6, 8,3, vgl. 1, 18, 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui a la vertu de conserver <i>ou</i> de préserver, gén.;<br /><b>2</b> qui se tient sur ses gardes, circonspect : [[φυλακτικός]] τινος XÉN qui veille sur qqn <i>ou</i> qch.<br />'''Étymologie:''' [[φυλάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῠλακτικός''': -ή, -όν, διαφυλάττων, τηρῶν τι, [[ἐναντίον]] τῷ [[ληπτικός]] καὶ [[ποριστικός]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20· ὑγιείας, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1, 15, 10, πρβλ. Ρητορ. 1. 5, 3. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ [[ἀγρύπνως]] φυλάττων τι, φυλακτικοὺς τῶν ὄντων Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 9· φυλακτικοὺς τῶν ἐγκλημάτων, διατηροῦντας τὴν ἀνάμνησιν αὐτῶν, Ἀριστ. Ρητ. 2, 4, 17. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.), [[προφυλακτικός]], [[προσεκτικός]], [[αὐτόθι]] 1. 12, 19. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολύβ. 6, 8, 3, κ. ἀλλ. φυλακτικώτερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς ὁ αὐτ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.
|lstext='''φῠλακτικός''': -ή, -όν, διαφυλάττων, τηρῶν τι, [[ἐναντίον]] τῷ [[ληπτικός]] καὶ [[ποριστικός]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20· ὑγιείας, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1, 15, 10, πρβλ. Ρητορ. 1. 5, 3. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ [[ἀγρύπνως]] φυλάττων τι, φυλακτικοὺς τῶν ὄντων Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 9· φυλακτικοὺς τῶν ἐγκλημάτων, διατηροῦντας τὴν ἀνάμνησιν αὐτῶν, Ἀριστ. Ρητ. 2, 4, 17. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.), [[προφυλακτικός]], [[προσεκτικός]], [[αὐτόθι]] 1. 12, 19. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολύβ. 6, 8, 3, κ. ἀλλ. φυλακτικώτερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς ὁ αὐτ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui a la vertu de conserver <i>ou</i> de préserver, gén.;<br /><b>2</b> qui se tient sur ses gardes, circonspect : [[φυλακτικός]] τινος XÉN qui veille sur qqn <i>ou</i> qch.<br />'''Étymologie:''' [[φυλάσσω]].
}}
}}
{{eles
{{eles