ἀεικής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀϊκής]].
|dgtxt=v. [[ἀϊκής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> inconvenant, indigne : ἀεικέα (<i>s.e.</i> εἵματα) [[ἕσσαι]] OD tu es vêtu d'ignobles haillons ; <i>adv.</i> • ἀεικές OD indignement, honteusement;<br /><b>2</b> invraisemblable, étrange : ἀεικὲς οὐδὲν [[ἦν]] HDT il n’y avait rien d'étrange à ce que.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[εἰκός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀεικής''': -ές, = [[ἀνάρμοστος]], [[ὑβριστικός]], [[ἀπρεπής]], ἀεικέα λοιγὸν ἄμυνον, Ἰλ. Α. 456 καὶ ἀλλ. ἀεικέα [εἵματα] ἔσσαι, Ὀδ. Ω. 250· [[δεσμός]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 97· πρβλ. 525· - ἀεικεῖ σὺν στολᾷ, Σοφ. Ἠλ. 191· ἀεικέστερα ἔπεα, Ἡρόδ. 7. 13· οὐδέν ἀεικὲς παρέχεσθαι = δέν προξενῶ καμμίαν ἐνόχλησιν ἢ δυσκολίαν, ὁ αὐτ. 3. 24· - ἀεικέα μισθόν = μικρόν, εὐτελῆ, ὀλίγον. Ἰλ. Μ. 435· [[οὕτως]] οὐ ... ἀεικέα ... [[ἄποινα]], Ω. 494. - Ἐπίρρ. ἀεικῶς, Ἡσύχ., Ἰων. -έως, Σιμων. 13· - ἀεικές, ὡς ἐπίρρ. Ὀδ. Ρ. 216. 2) οὐδὲν ἀεικές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[οὐδόλως]] παράδοξον ὅτι... Ἡροδ. 3. 33., 6. 98, Αἰσχύλ. Πρ. 1043. -Πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον αἰκής.
|lstext='''ἀεικής''': -ές, = [[ἀνάρμοστος]], [[ὑβριστικός]], [[ἀπρεπής]], ἀεικέα λοιγὸν ἄμυνον, Ἰλ. Α. 456 καὶ ἀλλ. ἀεικέα [εἵματα] ἔσσαι, Ὀδ. Ω. 250· [[δεσμός]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 97· πρβλ. 525· - ἀεικεῖ σὺν στολᾷ, Σοφ. Ἠλ. 191· ἀεικέστερα ἔπεα, Ἡρόδ. 7. 13· οὐδέν ἀεικὲς παρέχεσθαι = δέν προξενῶ καμμίαν ἐνόχλησιν ἢ δυσκολίαν, ὁ αὐτ. 3. 24· - ἀεικέα μισθόν = μικρόν, εὐτελῆ, ὀλίγον. Ἰλ. Μ. 435· [[οὕτως]] οὐ ... ἀεικέα ... [[ἄποινα]], Ω. 494. - Ἐπίρρ. ἀεικῶς, Ἡσύχ., Ἰων. -έως, Σιμων. 13· - ἀεικές, ὡς ἐπίρρ. Ὀδ. Ρ. 216. 2) οὐδὲν ἀεικές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[οὐδόλως]] παράδοξον ὅτι... Ἡροδ. 3. 33., 6. 98, Αἰσχύλ. Πρ. 1043. -Πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον αἰκής.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> inconvenant, indigne : ἀεικέα (<i>s.e.</i> εἵματα) [[ἕσσαι]] OD tu es vêtu d'ignobles haillons ; <i>adv.</i> • ἀεικές OD indignement, honteusement;<br /><b>2</b> invraisemblable, étrange : ἀεικὲς οὐδὲν [[ἦν]] HDT il n’y avait rien d'étrange à ce que.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[εἰκός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth