ἀεικής
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
ἀεικές, (Att. αἰκής, q.v.)
A unseemly, shameful, ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν Il.1.456, al.; ἀεικέα [εἵματα] ἕσσαι Od.24.250; δεσμός A.Pr.97, cf. 525; ἀεικεῖ σὺν στολᾷ S.El.191 (lyr.); ἀεικέστερα ἔπεα Hdt.7.13; οὐδὲν ἀεικὲς παρέχεσθαι = cause no inconvenience, Id.3.24; ἀεικέα μισθόν (v.l. ἀνεικέα, q.v.) meagre, Il.12.435; so οὐ . . ἀεικέα . . ἄποινα 24.594. Adv. ἀεικῶς = unworthily Hsch.; Ion. ἀεικέως Simon.13; ἀεικές as adverb, Od.17.216.
2 οὐδὲν ἀεικές ἐστι, c. inf., it is nothing strange that... Hdt.3.33, 6.98, A.Pr.1042.
3 injurious, deadly, ἰός Opp.H.2.422.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): ép., jón., poét. ἀεικής
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [adv. -έως sólo Simon.2.1]
I 1inconveniente, terrible λοιγός Il.1.341, 456, πῆμα A.Pr.472, θάνατοι S.El.206, ἰός Opp.H.2.422
•ultrajante δεσμός A.Pr.97
•neutr. como adv. terriblemente ἔκπαγλον καὶ ἀεικές Od.17.216.
2 inconveniente, indigno, inferior, vil ἔργα Il.24.733, Hes.Th.166, μισθός Il.12.435, στολά S.El.191.
3 fuera de lo corriente, raro οὐδὲν ἀεικές (ἐστι) no tiene nada de raro Hdt.3.33, 6.98, cf. A.Pr.1041.
II adv. ἀϊκέως, ἀϊκῶς
1 inconvenientemente, de manera terrible σε κύνες ... ἑλκήσουσ' ἀ. Il.22.336.
2 de manera indigna οὐκ ἀεικέως Simon.2.1, cf. A.Ch.915, S.El.216, Pl.Com.249.
• Etimología: Cf. εἴκω.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 inconvenant, indigne : ἀεικέα (s.e. εἵματα) ἕσσαι OD tu es vêtu d'ignobles haillons ; adv. • ἀεικές OD indignement, honteusement;
2 invraisemblable, étrange : ἀεικὲς οὐδὲν ἦν HDT il n'y avait rien d'étrange à ce que.
Étymologie: ἀ, εἰκός.
German (Pape)
ές, Hom. und a. D., att. αἰκής, = ἀεικέλιος, sehr oft Hom., λοιγός Il. 1.456, πληγαί 2.264, ἔργον und πότμος oft; οὔ οἱ ἀεικές, es paßt sich wohl für ihn, Il. 15.496, 19.124; ähnlich Her. οὔ νύν τοι ἀεικὲς οὐδὲν ἦν, es war ganz natürlich, 3.33; – unansehnlich, gering, μισθός Il. 12.435, πήρα Od. 13.437. – Bei Tragg., δεσμός Aesch. Pr. 97, 523, πῆμα 470; στολή Soph. El. 184.
• Adv., 102.
English (Autenrieth)
(ἀϝεικ., ϝέϝοικα): unseemly, disgraceful; νόος οὐδὲν ἀεικής, ‘a likely understanding,’ οὔ τοι ἀεικές, etc.; μισθὸς ἀεικής, ‘wretched’ pay; πήρη, ‘sorry’ wallet, ἀεικέα ἕσσαι, ‘thou art vilely clad.’
Greek Monotonic
ἀεικής: -ές (εἴκω),
1. ανάρμοστος, υβριστικός, απρεπής· ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀεικέα (εἵματα), σε Ομήρ. Οδ.· δεσμὸς ἀεικής, σε Αισχύλ.· στολή, σε Σοφ.· ἀεικέστερα ἔπεα, σε Ηρόδ.· οὐδὲν ἀεικὲς παρέχεσθαι, δεν προξενώ καμία ενόχληση, στον ίδ.· επίρρ. ἀεικῶς· Ιων. -έως, σε Σιμων.· ἀεικές, ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.
2. λίγος, ευτελής· μισθός, ἄποινα, σε Ομήρ. Ιλ.
3. οὐδὲν ἀεικές ἐστι, με απαρ., δεν είναι καθόλου παράξενο, παράδοξο ότι..., σε Ηρόδ., Αισχύλ.· πρβλ. σε Αττ. αἰκής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεικής: -ές, = ἀνάρμοστος, ὑβριστικός, ἀπρεπής, ἀεικέα λοιγὸν ἄμυνον, Ἰλ. Α. 456 καὶ ἀλλ. ἀεικέα [εἵματα] ἔσσαι, Ὀδ. Ω. 250· δεσμός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 97· πρβλ. 525· - ἀεικεῖ σὺν στολᾷ, Σοφ. Ἠλ. 191· ἀεικέστερα ἔπεα, Ἡρόδ. 7. 13· οὐδέν ἀεικὲς παρέχεσθαι = δέν προξενῶ καμμίαν ἐνόχλησιν ἢ δυσκολίαν, ὁ αὐτ. 3. 24· - ἀεικέα μισθόν = μικρόν, εὐτελῆ, ὀλίγον. Ἰλ. Μ. 435· οὕτως οὐ ... ἀεικέα ... ἄποινα, Ω. 494. - Ἐπίρρ. ἀεικῶς, Ἡσύχ., Ἰων. -έως, Σιμων. 13· - ἀεικές, ὡς ἐπίρρ. Ὀδ. Ρ. 216. 2) οὐδὲν ἀεικές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., οὐδόλως παράδοξον ὅτι... Ἡροδ. 3. 33., 6. 98, Αἰσχύλ. Πρ. 1043. -Πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον αἰκής.
Russian (Dvoretsky)
ἀεικής: Hom., Her. = ἀεικέλιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Middle Liddell
εἴκω
1. unseemly, shameful, ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν Il.; ἀεικέα [εἵματα] Od.; δεσμὸς ἀεικής Aesch.; στολή Soph.; ἀεικέστερα ἔπεα Hdt.; οὐδὲν ἀεικὲς παρέχεσθαι to cause no inconvenience, Hdt.:—adv. ἀεικῶς; ionic -έως, Simon.; ἀεικές as adv., Od.
2. unseemly, shabby, μισθός, ἄποινα Il.
3. οὐδὲν ἀεικές ἐστι, c. inf., it is nothing strange that . ., Hdt., Aesch. Cf. Attic αἰκής.
Mantoulidis Etymological
(=ἀνάρμοστος, ἄπρεπος). Ἀπό τό α στερητ. + εἰκός. Ἀπό ἐδῶ καί οἱ λέξεις ἀεικία (=ὕβρις) καί ἀεικίζω (=βλάπτω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα εἴκω (=μοιάζω).
Translations
unseemly
Bulgarian: неприличен, непристоен; Chinese Mandarin: 不体面的; Czech: nevhodný; Danish: upassende; Dutch: ongepast, onbetamelijk, onbehoorlijk, onfatsoenlijk; Esperanto: maldeca, malkonvena; Estonian: ebaviisakas, näotu; Finnish: sopimaton; French: malséant; Galician: impropio; German: unpassend, unangebracht, unschicklich; Ancient Greek: ἀπρεπής, ἀεικής, ἀσχήμων; Ido: desdecanta, nedecanta; Italian: inappropriato, indecoroso, indicibile, irripetibile; Latvian: nepieklājīgs, nepiedienīgs; Maori: hake; Norwegian Bokmål: upassende; Polish: niestosowny; Portuguese: impróprio; Russian: неуместный, непристойный; Scottish Gaelic: mì-innealta, mì-cheanalta; Spanish: inapropiado, extemporal, extemporáneo, impropio, desubicado; Swedish: opassande; Welsh: anweddus