ἀπαρκέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] (s. [[ἀρκέω]]), 1) hinreichen, Aesch. Pers. 466; Soph. O. C. 1766; οὐκ ἀπήρκει, = οὐκ ἀπέχρη, Ar. bei Moeris. – 2) sich begnügen, Aesch. Ag. 369; Lycophr. 1302 braucht so ἀπηρκέσθησαν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] (s. [[ἀρκέω]]), 1) hinreichen, Aesch. Pers. 466; Soph. O. C. 1766; οὐκ ἀπήρκει, = οὐκ ἀπέχρη, Ar. bei Moeris. – 2) sich begnügen, Aesch. Ag. 369; Lycophr. 1302 braucht so ἀπηρκέσθησαν.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀπαρκέσω, <i>ao.</i> [[ἀπήρκεσα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> suffire;<br /><b>2</b> se contenter de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀρκέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαρκέω''': μέλλ. -έσω, ἀρκῶ, εἶμαι [[ἀρκετός]], κοὐκ ἀπήρκεσαν οὓς [[πρόσθε]] Μαραθὼν ἀπώλεσεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 474, ταῦτ’ ἂν ἀπαρκοῖ Σοφ. Ο. Κ. 1769, Εὐρ. Ἀποσπ. 784, τινὶ Διον. Ἁλ. 11. 1· [[πρός]] τι Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 185· οὐκ ἀπήρκει, δὲν ἦτο ἀρκετόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 395. ΙΙ. εἶμαι εὐχαριστημένος, συναινῶ, συγκατατίθεμαι, ὥστ’ ἀπαρκεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 379· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., οὐδ’ οἵ γ’ ἀπηρκέσθησαν ἀντ’ ἴσων ἴσα λαβόντες Λυκόφρ. 1302· ἀντὶ τοῦ [[ἐπαρκέω]], ἐλθεῖν ἐδεῖτο καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι Ἰω. Δαμασκ. τ. 1. σ. 674D.
|lstext='''ἀπαρκέω''': μέλλ. -έσω, ἀρκῶ, εἶμαι [[ἀρκετός]], κοὐκ ἀπήρκεσαν οὓς [[πρόσθε]] Μαραθὼν ἀπώλεσεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 474, ταῦτ’ ἂν ἀπαρκοῖ Σοφ. Ο. Κ. 1769, Εὐρ. Ἀποσπ. 784, τινὶ Διον. Ἁλ. 11. 1· [[πρός]] τι Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 185· οὐκ ἀπήρκει, δὲν ἦτο ἀρκετόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 395. ΙΙ. εἶμαι εὐχαριστημένος, συναινῶ, συγκατατίθεμαι, ὥστ’ ἀπαρκεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 379· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., οὐδ’ οἵ γ’ ἀπηρκέσθησαν ἀντ’ ἴσων ἴσα λαβόντες Λυκόφρ. 1302· ἀντὶ τοῦ [[ἐπαρκέω]], ἐλθεῖν ἐδεῖτο καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι Ἰω. Δαμασκ. τ. 1. σ. 674D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀπαρκέσω, <i>ao.</i> [[ἀπήρκεσα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> suffire;<br /><b>2</b> se contenter de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀρκέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm