ἀπαρκέω
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
A suffice, be sufficient, Sol.5 (ap.Arist.Ath.12.1), A.Pers. 474, S.OC1769(lyr.), E.Fr.892; πρός τι S.E.P.1.185: abs., οὐκ ἀπήρκει it was not enough, Ar.Fr.457, cf. D.H.11.1.
II to be contented, acquiesce, ὥστ' ἀπαρκεῖν A.Ag.379 (lyr.):—Pass., Cerc.18 ii 13, Lyc. 1302.
Spanish (DGE)
1 bastar, ser suficiente δήμῳ μὲν γὰρ ἔδωκα τόσον γέρας, ὅσσον ἀπαρκεῖ pues dí al pueblo tanto honor como le basta Sol.5.1, κοὐκ ἀπήρκεσαν οὓς ... ἀπώλεσεν A.Pers.474, cf. S.OC 1769, ὥστ' ἀπαρκεῖν ... λαχόντι A.A.379, οὐ πρὸς τὴν ἁπάν[των ὑπερ] οχήν ἀ. Phld.Rh.p.209Aur., cf. Philostr.VA 1.16
•c. inf. ἀπήρκει ἂν τῇ προειρημένῃ περιόδῳ χρωμένους συμφωνεῖν Gem.8.36, cf. S.E.P.1.185
•οὐκ ἀπαρκεῖ no basta, no es suficiente E.Fr.892, cf. Ar.Fr.457, D.H.11.1.
2 en v. med. bastarle a uno, estar satisfecho, contentarse ἀπ(α)ρ[κ] εῦμαι Cerc.p.234.79, cf. Lyc.1302, BGU 648.16 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 280] (s. ἀρκέω), 1) hinreichen, Aesch. Pers. 466; Soph. O. C. 1766; οὐκ ἀπήρκει, = οὐκ ἀπέχρη, Ar. bei Moeris. – 2) sich begnügen, Aesch. Ag. 369; Lycophr. 1302 braucht so ἀπηρκέσθησαν.
French (Bailly abrégé)
ἀπαρκῶ :
f. ἀπαρκέσω, ao. ἀπήρκεσα, pf. inus.
1 suffire;
2 se contenter de.
Étymologie: ἀπό, ἀρκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρκέω:
1 быть достаточным, хватать (Aesch., Soph., Arph.; πρός τι Sext.);
2 довольствоваться, удовлетворяться Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρκέω: μέλλ. -έσω, ἀρκῶ, εἶμαι ἀρκετός, κοὐκ ἀπήρκεσαν οὓς πρόσθε Μαραθὼν ἀπώλεσεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 474, ταῦτ’ ἂν ἀπαρκοῖ Σοφ. Ο. Κ. 1769, Εὐρ. Ἀποσπ. 784, τινὶ Διον. Ἁλ. 11. 1· πρός τι Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 185· οὐκ ἀπήρκει, δὲν ἦτο ἀρκετόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 395. ΙΙ. εἶμαι εὐχαριστημένος, συναινῶ, συγκατατίθεμαι, ὥστ’ ἀπαρκεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 379· οὕτως ἐν τῷ παθ., οὐδ’ οἵ γ’ ἀπηρκέσθησαν ἀντ’ ἴσων ἴσα λαβόντες Λυκόφρ. 1302· ἀντὶ τοῦ ἐπαρκέω, ἐλθεῖν ἐδεῖτο καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι Ἰω. Δαμασκ. τ. 1. σ. 674D.
Greek Monotonic
ἀπαρκέω: μέλ. -έσω·
I. επαρκώ, είμαι αρκετός, σε Τραγ.
II. μένω ικανοποιημένος, συγκατατίθεμαι, συναινώ, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
I. to suffice, be sufficient, Trag.
II. to be contented, acquiesce, Aesch.