ἀπαρτίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0281.png Seite 281]] 1) angemessen sein, passen, [[πρός]] τι Arist. pol. 5, 10; ἡ ἀπαρτίζουσα ὥρα H. A. 5, 8, u. sonst. – 2) fertig, vollständig machen, τὰ πρὸς τὸν πλοῦν Pol. 31, 20, nach Moer. hellenistisch = ἀποτελεῖν, vgl. Phryn. 447, wo Lob. aus Hippocr. u. Sp. Beispiele anführt; bei Aesch. Spt. 356 l. d. S. [[καταργίζω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0281.png Seite 281]] 1) angemessen sein, passen, [[πρός]] τι Arist. pol. 5, 10; ἡ ἀπαρτίζουσα ὥρα H. A. 5, 8, u. sonst. – 2) fertig, vollständig machen, τὰ πρὸς τὸν πλοῦν Pol. 31, 20, nach Moer. hellenistisch = ἀποτελεῖν, vgl. Phryn. 447, wo Lob. aus Hippocr. u. Sp. Beispiele anführt; bei Aesch. Spt. 356 l. d. S. [[καταργίζω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπαρτιῶ, <i>Pass. ao.</i> [[ἀπηρτίσθην]], <i>pf.</i> [[ἀπήρτισμαι]];<br />accomplir, achever, rendre parfait.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπαρτί]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαρτίζω''': μέλλ. -ίσω, καθιστῶ τι ἄρτιον, κανονικόν, σπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ’ οὐκ ἀπαρτίζει [[πόδα]], δὲν ἐπιτρέπει εἰς τοὺς πόδας αὑτοῦ νὰ κινῶνται κανονικῶς, [[προσηκόντως]], Αἰσχύλ. Θ. 374 (ἀλλ’ ὁ Ἕρμαννος γράφει οὐ καταργίζει). ΙΙ. [[ἑτοιμάζω]], τελειῶ, συμπληρῶ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 33, Πολύβ., κτλ.· ἀπ. [[ὥστε]] σφαιροειδῆ [[εἶναι]], [[κάμνω]] τι τελείως σφαιρικόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 26: - Παθ., καθιστῶμαι [[τέλειος]], τελειοποιοῦμαι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 237· τελειοῦμαι ἀκριβῶς, Ἱππ. 507. 7· ἀπαρτίζεται εἰς ἑπτὰ κεφαλάς, περὶ τῆς χρυσῆς [[λυχνίας]], Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 3. 6, 7· ἀπηρτισμένος, [[πλήρης]], [[τέλειος]], Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 50. 2) ἀμεταβ., εἶμαι [[ἴσος]], ἤ [[ἀκριβής]], τῆς ὀκταμήνου ἀπαρτιζούσης Ἱππ. 1031C · ἀπ. ὁ [[τόπος]] καὶ τὸ [[σῶμα]], ἁρμόζουσιν ἀκριβῶς, Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 16· ἀπ. [[πρός]] τι, Λατ. quadrare ad.., εἶμαι τελείως [[κατάλληλος]], [[ἁρμόζω]] ἐντελῶς, ὁ αὐτ. Πολ. 5. 10, 37· ἡ ἀπαρτίζουσα ὥρα, ἡ [[κατάλληλος]] ὥρα (τοῦ ἕτους), ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 5. 8, 7· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 447.
|lstext='''ἀπαρτίζω''': μέλλ. -ίσω, καθιστῶ τι ἄρτιον, κανονικόν, σπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ’ οὐκ ἀπαρτίζει [[πόδα]], δὲν ἐπιτρέπει εἰς τοὺς πόδας αὑτοῦ νὰ κινῶνται κανονικῶς, [[προσηκόντως]], Αἰσχύλ. Θ. 374 (ἀλλ’ ὁ Ἕρμαννος γράφει οὐ καταργίζει). ΙΙ. [[ἑτοιμάζω]], τελειῶ, συμπληρῶ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 33, Πολύβ., κτλ.· ἀπ. [[ὥστε]] σφαιροειδῆ [[εἶναι]], [[κάμνω]] τι τελείως σφαιρικόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 26: - Παθ., καθιστῶμαι [[τέλειος]], τελειοποιοῦμαι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 237· τελειοῦμαι ἀκριβῶς, Ἱππ. 507. 7· ἀπαρτίζεται εἰς ἑπτὰ κεφαλάς, περὶ τῆς χρυσῆς [[λυχνίας]], Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 3. 6, 7· ἀπηρτισμένος, [[πλήρης]], [[τέλειος]], Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 50. 2) ἀμεταβ., εἶμαι [[ἴσος]], ἤ [[ἀκριβής]], τῆς ὀκταμήνου ἀπαρτιζούσης Ἱππ. 1031C · ἀπ. ὁ [[τόπος]] καὶ τὸ [[σῶμα]], ἁρμόζουσιν ἀκριβῶς, Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 16· ἀπ. [[πρός]] τι, Λατ. quadrare ad.., εἶμαι τελείως [[κατάλληλος]], [[ἁρμόζω]] ἐντελῶς, ὁ αὐτ. Πολ. 5. 10, 37· ἡ ἀπαρτίζουσα ὥρα, ἡ [[κατάλληλος]] ὥρα (τοῦ ἕτους), ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 5. 8, 7· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 447.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπαρτιῶ, <i>Pass. ao.</i> [[ἀπηρτίσθην]], <i>pf.</i> [[ἀπήρτισμαι]];<br />accomplir, achever, rendre parfait.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπαρτί]].
}}
}}
{{grml
{{grml