ἀπαρτίζω
English (LSJ)
fut. ἀπαρτιῶ Mitteis Chr.88 iii 13 (ii A. D.):—
A make even, σπουδὴ.. οὐκ ἀπαρτίζει πόδα does not allow his feet to move evenly, regularly, A.Th.374 (Herm. οὐ καταργίζει); produce an even result, Arist.GA780b10; ἀ. ὥστε σφαιροειδῆ εἶναι make it perfectly spherical, Id.Mete.340b35; fasten off the ends of a phylactery, PMag.Par.1.2703.
II generally, get ready, complete, Plb.31.12.10; finish, λόγον Iamb.in Nic.p.35 P.; dispose of, δίκας Mitteis Chr.l.c., cf. Charito 6.1; educate an apprentice thoroughly, POxy.724.11 (ii A. D.):—Pass., to be brought to perfection, Arist.Fr.282; to be completed, be exactly made up, ἀπηρτισμένης πρώτης περιόδου Hp.Morb.4.48; ἀπαρτίζεται εἰς ἑπτὰ κεφαλάς, of the golden candlestick, J.AJ3.6.7: metaph., end, result in, εἴς τι ib.16.8.2; of multiplication, make, Paul.Al.E.1; ἀπηρτισμένος complete, perfect, D.H.Dem.50; στίχος verse coinciding with a sentence, Hdn.Vers.86; πρὸς τὸ τέλος Phld. Mus.p.31 K., cf. Piet.66.
2 intr., to be complete, τῆς ὀκταμήνου ἀπαρτιζούσης Hp.Epid.2.3.17; ἀ. ὁ τόπος καὶ τὸ σῶμα fit exactly, Arist. Ph.205a32; ἀ. πρός τι square with, suit exactly, Id.Pol.1313a7; ἡ ἀπαρτίζουσα ὥρα the fitting season, Id.HA542a31; τῶν ὀργάνων οὐθὲν ἀπαρτιζόντων Epicur.Nat.11.6; οἱ -οντες corresponding precisely to definition, Stoic.2.128. Adv. ἀπαρτισμένως (sic) Simp. in Ph.949.17; cf. ἀπηρτισμένως.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. ἀπαρτιοῦσι Mitteis Chr.87.3.13 (II d.C.), inf. ἀπαρτιεῖν Plb.31.12.10]
A tr.
I 1emparejar, poner a la par, adecuarse a σπουδὴ ... οὐκ ἀπαρτίζει πόδα la prisa no deja componer el paso A.Th.374 (l.d.)
•abs. combinar, producir un resultado doble ὅταν οὖν μὴ δύνηται ἀπαρτίσαι ἡ φύσις ... τότε συμβαίνει γίνεσθαι ἑτερογλαύκους cuando la naturaleza no puede combinar el proceso entonces sucede que tienen un ojo glauco (y otro no), Arist.GA 780b10.
2 mat. producir como factores o submúltiplos τὸν σ̅π̅ Hero Geom.422.17, cf. Paul.Al.23.12.
II c. ac. de abstr. y nombres de acción
1 disponer, preparar, poner en marcha τἄλλα πρὸς τὸν πλοῦν Plb.31.12.10, τὰ καθ' αὑτόν Plb.31.13.1, τὴν ἐπιβουλήν I.BI 1.263
•en v. pas. ὑφ' ἑκάστου ὑμῶν ἀρτοχοπεῖον ἓν ἀπαρτισθῆναι POxy.908.23 (II d.C.), τὸ παρὰ θεῷ ἀπηρτισμένον Ign.Eph.19.3.
2 dar como resultado, producir διὰ τῶν ὀργάνων οὐ θὲν ἀπαρτίζοντες no consiguiendo nada por medio de los astrolabios Epicur.Fr.[26] 38.18.
3 en sent. burocrático despachar, tramitar δίκην Charito 6.1.12, δίκας Mitteis Chr.2.88.3.13 (II d.C.)
•esp. de documentos τὸν (λόγον) PLips.105.11 (I d.C.), τὰ βυβλίδια POxy.936.22, οἰκονομίδια POxy.2679.5 (II d.C.), en v. pas. μετεωρίδιν POxy.117.4 (II/III d.C.).
4 completar, realizar, llevar a cabo οἰκοδομήν I.AI 8.130, τὸν διαλογισμόν PRyl.74.4 (II d.C.), τὸ ῥῆμα ἀ. τὸν λόγον A.D.Synt.90.5, en v. pas. πρᾶξις Nil.M.79.976C
•completar, acabar λόγον Iambl.in Nic.p.35
•llevar a cabo, perfeccionar, dar cima ὁ κτίσας τὰ πάντα καὶ ἀπαρτίσας αὐτά Herm.Sim.5.5.2.
5 cumplir ἔργον τελείως Ign.Eph.1.1, cf. Pol.7.3, τὸν ἴδιον κλῆρον su propio destino, Mart.Pol.6.2, λόγους ἀπαρτιθησομένους Origenes M.12.73B.
6 celebrar, cumplir un rito μυστήριον Hippol.Haer.5.9 (p.102.15), en v. med. mismo sent. μυστηρίῳ ὁλοκλήρως τε καὶ τελείως ἀπηρτισμένος ἀνέθηκεν IG 14.717.7 (Nápoles I/II d.C.), cf. Cyr.H.Catech.23.8.
III c. ac. de pers.
1 formar, educar totalmente, hacer consumado αὐτόν a un aprendiz POxy.724.12 (III d.C.), cf. σε en broma, dirigido a un pan en lugar de un alumno, Hierocl.Facet.220
•en part. v. pas. perfecto, consumado Ἕλλην Nil.M.79.372A, μοιχός Chrys.M.57.242.
2 en lit. jud. crist. en sent. relig. o moral perfeccionar με Ign.Phil.5.1
•en v. pas. οὔπω ἀπήρτισμαι ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ Ign.Eph.3.1, ἀπηρτισμένοι perfectos como trad. de uno de los sentidos de hebr. šlm Aq.Ge.34.21.
B intr.
I ajustarse, coincidir, corresponder, convenir c. dos términos ὁ τόπος καὶ τὸ σῶμα Arist.Ph.205a32
•en teorías semán., de n. de igual ‘cualidad’ como γραμματικός y φρόνιμος Chrysipp.Stoic.2.128
•mat. ἀπαρτίζοντες ἀριθμοί factores Hero Geom.24.10
•c. πρός: πρὸς τὸ μέγεθος ... τῆς ἀρχῆς Arist.Pol.1313a7, en v. med. (μουσική) ἀπηρτισμένη ... πρὸς τὸ τέλος αὐτῆς Phld.Mus.31K.
•abs. ποιεῖται τὸν συνδυασμὸν ἐν τῇ ἀπαρτιζούστῃ ὥρᾳ realizan (ciertos animales) el acoplamiento en la época conveniente Arist.HA 542a31.
II 1ser completo ἐντὸς τῆς περιφερείας ... τῆς ἀπαρηζούσης ὥστε γῆν σφαιροειδῆ εἶναι πᾶσαν dentro de la circunferencia perfecta, de forma que la tierra sea totalmente esférica Arist.Mete.340b35.
2 en v. med. completarse, realizarse total o perfectamente τὸ ἔμβρυον ἀπαρτίζεσθαι πρὸς ἀκρίβειαν Arist.Fr.282
•componerse c. prep. ἅπαν σῶμα τῆς τῶν ὅλων φύσεως ἐξ ἡλίου καὶ σελήνης ἀπαρτίζεσθαι D.S.1.11.6, ἀπαρτίζεται δὲ εἰς ἑπτὰ κεφαλάς del candelabro de los siete brazos, I.AI 3.146, ἐν βραχεῖ τὸ πᾶν ἀπαρτίζεται se resume en breve todo el conjunto Chrys.M.60.619
•resultar εἰς τὸ τιμωρήσασθαι ... ἀπηρτίζετο I.AI 16.240
•esp. en v. med. part. perf. ἀπηρτισμένος completo, acabado D.H.Dem.50
•completo, perfecto, sumo θεοῦ δὲ γνῶσις ἀπηρτισμένη τελείωσις Hippol.Haer.5.8, ἀπηρτίσμένος στίχος verso coincidente con una frase Hdn.Vers.p.618.
3 cumplirse, consumarse τῆς ὀκταμήνου ἀπαρτιζούσης Hp.Epid.2.3.17
•esp. en v. med. ἀπηρτισμένης τῆς πρώτου περιόδου Hp.Morb.4.48, ἀπαρτίζεται ἡ τῆς ἐαρινῆς ὥρας τροπή se cumple el equinoccio de primavera Paul.Al.4.15, ἀπαρτισθήτω κάκωσις κατὰ τῶν ἀσεβῶν Sm.Ps.7.10, cf. Aq.ib.
German (Pape)
[Seite 281] 1) angemessen sein, passen, πρός τι Arist. pol. 5, 10; ἡ ἀπαρτίζουσα ὥρα H. A. 5, 8, u. sonst. – 2) fertig, vollständig machen, τὰ πρὸς τὸν πλοῦν Pol. 31, 20, nach Moer. hellenistisch = ἀποτελεῖν, vgl. Phryn. 447, wo Lob. aus Hippocr. u. Sp. Beispiele anführt; bei Aesch. Spt. 356 l. d. S. καταργίζω.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπαρτιῶ, Pass. ao. ἀπηρτίσθην, pf. ἀπήρτισμαι;
accomplir, achever, rendre parfait.
Étymologie: ἀπαρτί.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρτίζω:
1 делать равным, уравнивать: οὐκ ἀ. πόδα Aesch. ускорять шаг;
2 доводить до конца, завершать (τὴν περίοδον Diod.); ἀπαρτίζεσθαι πρὸς ἀκρίβειαν Arst. приходить к концу, завершаться; ἀπηρτισμένος στίχος Plut. законченный стих (т. е. стих, содержащий законченную мысль);
3 соответствовать, подобать (πρός τι Arst.): ἐν τῇ ἀπαρτιζούσῃ ὥρᾳ Arst. в подходящий момент, своевременно.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρτίζω: μέλλ. -ίσω, καθιστῶ τι ἄρτιον, κανονικόν, σπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ’ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα, δὲν ἐπιτρέπει εἰς τοὺς πόδας αὑτοῦ νὰ κινῶνται κανονικῶς, προσηκόντως, Αἰσχύλ. Θ. 374 (ἀλλ’ ὁ Ἕρμαννος γράφει οὐ καταργίζει). ΙΙ. ἑτοιμάζω, τελειῶ, συμπληρῶ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 33, Πολύβ., κτλ.· ἀπ. ὥστε σφαιροειδῆ εἶναι, κάμνω τι τελείως σφαιρικόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 26: - Παθ., καθιστῶμαι τέλειος, τελειοποιοῦμαι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 237· τελειοῦμαι ἀκριβῶς, Ἱππ. 507. 7· ἀπαρτίζεται εἰς ἑπτὰ κεφαλάς, περὶ τῆς χρυσῆς λυχνίας, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 3. 6, 7· ἀπηρτισμένος, πλήρης, τέλειος, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 50. 2) ἀμεταβ., εἶμαι ἴσος, ἤ ἀκριβής, τῆς ὀκταμήνου ἀπαρτιζούσης Ἱππ. 1031C · ἀπ. ὁ τόπος καὶ τὸ σῶμα, ἁρμόζουσιν ἀκριβῶς, Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 16· ἀπ. πρός τι, Λατ. quadrare ad.., εἶμαι τελείως κατάλληλος, ἁρμόζω ἐντελῶς, ὁ αὐτ. Πολ. 5. 10, 37· ἡ ἀπαρτίζουσα ὥρα, ἡ κατάλληλος ὥρα (τοῦ ἕτους), ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 5. 8, 7· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 447.
Greek Monolingual
(Α ἀπαρτίζω) απαρτί
νεοελλ.
συγκροτώ, συναποτελώ, καταρτίζω
αρχ.
1. κάνω κάτι άρτιο, κανονικό
2. ετοιμάζω, συμπληρώνω, αποτελειώνω
3. (παθ. μτχ.) απηρτισμένος
τέλειος, πλήρης
4. (αμτβ.) α) είμαι πλήρης, τέλειος
β) είμαι κατάλληλος, ταιριάζω, αρμόζω ακριβώς.
Greek Monotonic
ἀπαρτίζω: μέλ. -ίσω·
I. καθιστώ κάτι άρτιο, ομαλό, κινώ ομαλά, σε Αισχύλ.
II. ετοιμάζω, ολοκληρώνω, συμπληρώνω, σε Αριστ.
2. αμτβ., είμαι άρτιος, πλήρης ή ακριβής, στον ίδ.
Middle Liddell
I. to make even, move regularly, Aesch.
II. to get ready, complete, Arist.
2. intr. to be even or exact, Arist.