ἀσπάζομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0372.png Seite 372]] freundlich bewillkommnen, begrüßen, bes. bei der Ankunft; τὸν χερσίν τ' ἠσπάζοντο ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν Od. 19, 415; ἠσπάζοντ' Ὀδυσῆα 22, 498; δεξιῇ ἠσπάζοντο ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν Iliad. 10, 542; χερσίν τ' ἠσπάζοντο Od. 3, 35; φωνᾷ νιν Pind. I. 2, 25; so auch Tragg., z. B. Aesch. Ag. 510; Soph. O. R. 596; Plat. oft, [[πόῤῥωθεν]] Charm. 453 b; von einem Hunde, der seinen Herrn schmeichelnd bewillkommt, Xen. Mem. 2, 3, 9; vgl. Plat. Rep. II, 376 a; küssen, neben [[καταφιλέω]], ἀσπάσαιτο Xen. Cyr. 6, 4. 10; beim Weggehen, Hell. 4, 1, 3; ταῖς κώπαις, durch Ruderschläge salutiren, Plut. Ant. 77, αὐτοκράτορα, als Imperator begrüßen, ebenso [[βασιλέα]]. Überhaupt gern haben, lieben, καὶ φιλῶ Plat. Apol. 29 d u. öfter; Is. 9, 4, 30 u. A.; schmeicheln, καὶ προσγελᾷ Plat. Rep. VIII, 566 b; sich eifrig mit etwas beschäftigen, σοφίαν Xen. Ep. 1, 2; κύνες ἀσπάζονται τὰ ψευδῆ ἴχνη, verfolgen die falsche Spur, Cyn. 3, 7; Plut. vrbdt γίγνεταί τί μοι ἀσπαζομένῳ, ich nehme etwas gern auf.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0372.png Seite 372]] freundlich bewillkommnen, begrüßen, bes. bei der Ankunft; τὸν χερσίν τ' ἠσπάζοντο ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν Od. 19, 415; ἠσπάζοντ' Ὀδυσῆα 22, 498; δεξιῇ ἠσπάζοντο ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν Iliad. 10, 542; χερσίν τ' ἠσπάζοντο Od. 3, 35; φωνᾷ νιν Pind. I. 2, 25; so auch Tragg., z. B. Aesch. Ag. 510; Soph. O. R. 596; Plat. oft, [[πόῤῥωθεν]] Charm. 453 b; von einem Hunde, der seinen Herrn schmeichelnd bewillkommt, Xen. Mem. 2, 3, 9; vgl. Plat. Rep. II, 376 a; küssen, neben [[καταφιλέω]], ἀσπάσαιτο Xen. Cyr. 6, 4. 10; beim Weggehen, Hell. 4, 1, 3; ταῖς κώπαις, durch Ruderschläge salutiren, Plut. Ant. 77, αὐτοκράτορα, als Imperator begrüßen, ebenso [[βασιλέα]]. Überhaupt gern haben, lieben, καὶ φιλῶ Plat. Apol. 29 d u. öfter; Is. 9, 4, 30 u. A.; schmeicheln, καὶ προσγελᾷ Plat. Rep. VIII, 566 b; sich eifrig mit etwas beschäftigen, σοφίαν Xen. Ep. 1, 2; κύνες ἀσπάζονται τὰ ψευδῆ ἴχνη, verfolgen die falsche Spur, Cyn. 3, 7; Plut. vrbdt γίγνεταί τί μοι ἀσπαζομένῳ, ich nehme etwas gern auf.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἠσπαζόμην, <i>f.</i> ἀσπάσομαι, <i>ao.</i> ἠσπασάμην, <i>pf.</i> ἤσπασμαι;<br />attirer à soi, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> accueillir avec affection <i>ou</i> avec empressement ; δεξιῇ [[ἔπεσσι]] [[τε]] μειλιχίοισι IL par un serrement de main et par des paroles douces comme le miel ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> caresser <i>en parl. d'un chien</i>;<br /><b>2</b> embrasser;<br /><b>3</b> saluer : ἀ. ταῖς κώπαις PLUT saluer avec les rames ; ἀ. τινα αὐτοκράτορα PLUT saluer qqn empereur;<br /><b>II.</b> <i>en gén.</i> aimer, rechercher, s'attacher à, acc. ; avec [[ὅτι]], être content que.<br />'''Étymologie:''' ἀ- cop., [[σπάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσπάζομαι''': μέλλ. -άσομαι, Ἐπ. ἀόρ. ἠσπάσσατο, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 990. 9. - Ἀποθ., [[δέχομαι]] ἀσπασίως, ὑποδέχομαί τινα φιλοφρόνως, [[χαιρετίζω]], Λατ. salutare, τινὰ Ὅμ., κλ.· [[συχνάκις]] μετὰ δοτ. τρόπου, δεξιῇ ἠσπάζοντο ἔπεσσί τε μειλιχίοισι Ἰλ. Κ. 542· χερσίν τ’ ἠσπ. Ὀδ. Γ. 35 κ. ἀλλ.· φωνᾷ ἀσπ. Πινδ. Ι. 2. 37· [[μεγάλως]] ἠσπάζοντο αὐτόν, ἐδέχοντο αὐτὸν μετὰ [[μεγάλης]] χαρᾶς, Ἡρόδ. 1. 122, πρβλ. 3. 1· παρὰ τὴν πόσιν ἀσπ., παρὰ πότον φιλοφρονεῖσθαί τινα, ὁ αὐτ. 2. 121, 4· παρ’ Ἀττ. συνήθως [[ἄνευ]] τροπικῆς ἢ προσδιοριστικῆς τινος λέξεως, ἀλλ’ εὖ νιν ἀσπάσασθε, καὶ γὰρ οὖν πρέπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 524, Σοφ. Ο. Τ. 596· [[κυρίως]] ὡς [[συνήθης]] [[λέξις]] ἐπὶ τῇ συναντήσει φίλου ἢ γνωστοῦ, ἀσπάζομαί σε ἢ [[ἀσπάζομαι]] [[ἁπλῶς]], Στρεψιάδην [[ἀσπάζομαι]], κἄκωγέ σ’ Ἀριστοφ. Νεφ. 1145, Πλ. 1042 (ἴδε Σχόλ.), Πλάτ. Εὐθύδ. 273Β· ἀσπ. καὶ δεξιοῦσθαι, [[ὁμοῦ]], Ἀριστοφ. Πλ. 752· πόρρωθεν ἀσπ. Πλάτ. Χαρμ. 153Β· [[πρόσωθεν]] αὐτὴν ἁγνὸς ὤν [[ἀσπάζομαι]], [[ἀσπάζομαι]] αὐτὴν [[μακρόθεν]], ὡς εἰ ἔλεγεν οὐκ [[ἀσπάζομαι]] αὐτήν, [[ἀποφεύγω]] αὐτήν, Εὐρ. Ἱππ. 101, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 499Α· ἀσπ. ταῖς κώπαις, ἐπὶ χαιρετισμοῦ τῶν πλοίων, Πλουτ. Ἀντ. 76· ἀσπ. τινα βασιλέα, ὡς βασιλέα, Διον. Ἁλ. 4. 39· μεταφ., ἐγὼ δὲ τὴν μὲν συμφορὰν [[ἀσπάζομαι]] ἀσπασίως, [[δέχομαι]] τὸ γεγονός, Εὐρ. Ἴων 587· ἐπὶ κυνός, ὃν ἂν γνώριμον [ἴδῃ] ἀσπάζεται Πλάτ. Πολ. 376Α. β) [[ἀποχαιρετίζω]] τινά, «ἀφίνω ὑγείαν», Εὐρ. Τρῳ. 1276, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 2, κτλ.· τὰ ὕστατα ἀσπ., δίδω τὸν τελευταῖον ἀσπασμόν, Λυσ. 133. 22. 2) ἐκ τῶν ἐν χρήσει τὸ [[πάλαι]] τρόπων χαιρετισμοῦ, φιλῶ, περιπτύσσομαι, [[θωπεύω]], Ἀριστοφ. Σφ. 607· ἀσπ. τοῖς στόμασι Πλουτ. Ρωμ. 1· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ κυνῶν, [[σαίνω]], καὶ τοὺς μὲν ποιμένας ἠσπάζετο Ξεν. Ἀπομν. 2. 3. 9· προσκολλῶμαι μετ’ ἀγάπης εἴς τινα, ἀγαπῶ ἐγκαρδίως, ἴσον σ’, ὡς τεκοῦσ’, [[ἀσπάζομαι]] Εὐρ. Ἴων 1363· φιλεῖν καὶ ἀσπ. Πλάτ. Νόμ. 689Α· ἐγὼ ὑμᾶς ἀσπ. καὶ φιλῶ ὁ αὐτ. Ἀπολ. 29D. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἐπιδιώκω, παρακολουθῶ μετὰ ζήλου, ἐπιζητῶ, ὡς τὸ Λατ. amplector, τὸ ὅμοιον αὐτοῖς ἀσπαζόμενοι Πλάτ. Συμπ. 192Α· πάντα [[οἶνον]] ἐπὶ πάσης προφάσεως ἀσπαζομένους (τοὺς φιλοίνους) ὁ αὐτ. Πολ. 475Α, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 44· καὶ ἐπὶ κυνῶν, ἀσπ. τὰ ἴχνη Ξεν. Κυν. 3. 7. 4) [[ἀσπάζομαι]] δ’ ὅτι προθύμως ἥκετε, [[δέχομαι]] ὑμᾶς ἀσπασίως ὅτι ἤλθετε προθύμως, Ἀριστοφ. Πλ. 324. ― Τὸ ἐνεργ. ἀσπάζω καὶ τὸ παθ. μετὰ μέλλ. -σθήσομαι ἀπαντῶσι παρὰ μεταγεν. Βυζ., ἴδε Ψελλὸν (Ἀνέκδ. Boiss. τ. 3. σ. 205, 96), Φιλόστρ. Ἐπιστ. σ. 72· ἠσπάζετο παρ’ αὐτῶν Τιμαρίων Nottices τ. 9. σ. 238, 1· ἀσπασθήσεσθαι Θεόδ. Στουδ. 465D.
|lstext='''ἀσπάζομαι''': μέλλ. -άσομαι, Ἐπ. ἀόρ. ἠσπάσσατο, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 990. 9. - Ἀποθ., [[δέχομαι]] ἀσπασίως, ὑποδέχομαί τινα φιλοφρόνως, [[χαιρετίζω]], Λατ. salutare, τινὰ Ὅμ., κλ.· [[συχνάκις]] μετὰ δοτ. τρόπου, δεξιῇ ἠσπάζοντο ἔπεσσί τε μειλιχίοισι Ἰλ. Κ. 542· χερσίν τ’ ἠσπ. Ὀδ. Γ. 35 κ. ἀλλ.· φωνᾷ ἀσπ. Πινδ. Ι. 2. 37· [[μεγάλως]] ἠσπάζοντο αὐτόν, ἐδέχοντο αὐτὸν μετὰ [[μεγάλης]] χαρᾶς, Ἡρόδ. 1. 122, πρβλ. 3. 1· παρὰ τὴν πόσιν ἀσπ., παρὰ πότον φιλοφρονεῖσθαί τινα, ὁ αὐτ. 2. 121, 4· παρ’ Ἀττ. συνήθως [[ἄνευ]] τροπικῆς ἢ προσδιοριστικῆς τινος λέξεως, ἀλλ’ εὖ νιν ἀσπάσασθε, καὶ γὰρ οὖν πρέπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 524, Σοφ. Ο. Τ. 596· [[κυρίως]] ὡς [[συνήθης]] [[λέξις]] ἐπὶ τῇ συναντήσει φίλου ἢ γνωστοῦ, ἀσπάζομαί σε ἢ [[ἀσπάζομαι]] [[ἁπλῶς]], Στρεψιάδην [[ἀσπάζομαι]], κἄκωγέ σ’ Ἀριστοφ. Νεφ. 1145, Πλ. 1042 (ἴδε Σχόλ.), Πλάτ. Εὐθύδ. 273Β· ἀσπ. καὶ δεξιοῦσθαι, [[ὁμοῦ]], Ἀριστοφ. Πλ. 752· πόρρωθεν ἀσπ. Πλάτ. Χαρμ. 153Β· [[πρόσωθεν]] αὐτὴν ἁγνὸς ὤν [[ἀσπάζομαι]], [[ἀσπάζομαι]] αὐτὴν [[μακρόθεν]], ὡς εἰ ἔλεγεν οὐκ [[ἀσπάζομαι]] αὐτήν, [[ἀποφεύγω]] αὐτήν, Εὐρ. Ἱππ. 101, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 499Α· ἀσπ. ταῖς κώπαις, ἐπὶ χαιρετισμοῦ τῶν πλοίων, Πλουτ. Ἀντ. 76· ἀσπ. τινα βασιλέα, ὡς βασιλέα, Διον. Ἁλ. 4. 39· μεταφ., ἐγὼ δὲ τὴν μὲν συμφορὰν [[ἀσπάζομαι]] ἀσπασίως, [[δέχομαι]] τὸ γεγονός, Εὐρ. Ἴων 587· ἐπὶ κυνός, ὃν ἂν γνώριμον [ἴδῃ] ἀσπάζεται Πλάτ. Πολ. 376Α. β) [[ἀποχαιρετίζω]] τινά, «ἀφίνω ὑγείαν», Εὐρ. Τρῳ. 1276, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 2, κτλ.· τὰ ὕστατα ἀσπ., δίδω τὸν τελευταῖον ἀσπασμόν, Λυσ. 133. 22. 2) ἐκ τῶν ἐν χρήσει τὸ [[πάλαι]] τρόπων χαιρετισμοῦ, φιλῶ, περιπτύσσομαι, [[θωπεύω]], Ἀριστοφ. Σφ. 607· ἀσπ. τοῖς στόμασι Πλουτ. Ρωμ. 1· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ κυνῶν, [[σαίνω]], καὶ τοὺς μὲν ποιμένας ἠσπάζετο Ξεν. Ἀπομν. 2. 3. 9· προσκολλῶμαι μετ’ ἀγάπης εἴς τινα, ἀγαπῶ ἐγκαρδίως, ἴσον σ’, ὡς τεκοῦσ’, [[ἀσπάζομαι]] Εὐρ. Ἴων 1363· φιλεῖν καὶ ἀσπ. Πλάτ. Νόμ. 689Α· ἐγὼ ὑμᾶς ἀσπ. καὶ φιλῶ ὁ αὐτ. Ἀπολ. 29D. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἐπιδιώκω, παρακολουθῶ μετὰ ζήλου, ἐπιζητῶ, ὡς τὸ Λατ. amplector, τὸ ὅμοιον αὐτοῖς ἀσπαζόμενοι Πλάτ. Συμπ. 192Α· πάντα [[οἶνον]] ἐπὶ πάσης προφάσεως ἀσπαζομένους (τοὺς φιλοίνους) ὁ αὐτ. Πολ. 475Α, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 44· καὶ ἐπὶ κυνῶν, ἀσπ. τὰ ἴχνη Ξεν. Κυν. 3. 7. 4) [[ἀσπάζομαι]] δ’ ὅτι προθύμως ἥκετε, [[δέχομαι]] ὑμᾶς ἀσπασίως ὅτι ἤλθετε προθύμως, Ἀριστοφ. Πλ. 324. ― Τὸ ἐνεργ. ἀσπάζω καὶ τὸ παθ. μετὰ μέλλ. -σθήσομαι ἀπαντῶσι παρὰ μεταγεν. Βυζ., ἴδε Ψελλὸν (Ἀνέκδ. Boiss. τ. 3. σ. 205, 96), Φιλόστρ. Ἐπιστ. σ. 72· ἠσπάζετο παρ’ αὐτῶν Τιμαρίων Nottices τ. 9. σ. 238, 1· ἀσπασθήσεσθαι Θεόδ. Στουδ. 465D.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἠσπαζόμην, <i>f.</i> ἀσπάσομαι, <i>ao.</i> ἠσπασάμην, <i>pf.</i> ἤσπασμαι;<br />attirer à soi, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> accueillir avec affection <i>ou</i> avec empressement ; δεξιῇ [[ἔπεσσι]] [[τε]] μειλιχίοισι IL par un serrement de main et par des paroles douces comme le miel ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> caresser <i>en parl. d'un chien</i>;<br /><b>2</b> embrasser;<br /><b>3</b> saluer : ἀ. ταῖς κώπαις PLUT saluer avec les rames ; ἀ. τινα αὐτοκράτορα PLUT saluer qqn empereur;<br /><b>II.</b> <i>en gén.</i> aimer, rechercher, s'attacher à, acc. ; avec [[ὅτι]], être content que.<br />'''Étymologie:''' ἀ- cop., [[σπάω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth