3,276,932
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] 1) nicht zu vergleichen, ungleich, Arist. Metaph. 12, 8 Plut. adv. Col. 31; [[μέτρον]], nicht geaicht, Inscr. 128, vgl. Böckh Staatsh. II p. 344. – 2) nicht zu errathen, unverständlich, Soph. Tr. 691 Ael. H. A. 6, 60. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] 1) nicht zu vergleichen, ungleich, Arist. Metaph. 12, 8 Plut. adv. Col. 31; [[μέτρον]], nicht geaicht, Inscr. 128, vgl. Böckh Staatsh. II p. 344. – 2) nicht zu errathen, unverständlich, Soph. Tr. 691 Ael. H. A. 6, 60. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on ne peut comparer avec, τινι;<br /><b>2</b> qu’on ne peut conjecturer <i>ou</i> comprendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συμβάλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσύμβλητος''': -ον, ὁ μὴ συγκρινόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ, νὰ παραβάλῃ πρὸς ἕτερον, [[ἀπαράβλητος]], πλὴν τοῦ πάσας τὰς μονάδας [[εἶναι]] ἀσυμβλήτους Ἀριστ. Μεταφ. 12. 6, 2 καὶ 4· ἐπὶ μέτρων καὶ σταθμῶν, μὴ παραβεβλημένος, [[ἀσύμφωνος]] πρὸς τὸ [[πρότυπον]] ἢ [[ἐπίσημον]] βάρος ἢ [[μέτρον]], [[ὅπως]] μηθεὶς τῶν πωλούντων τι ἢ ὠνουμένων ἀσυμβλήτῳ μέτρῳ ἢ σταθμῷ χρῆται, ἀλλὰ δικαίοις Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 17· ἀσ. [[πρός]]... Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 83· πρβλ. κ. Ἡσύχ. ἐν λέξει. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, [[ἀκατάληπτος]], [[δέρκομαι]] φάτιν ἄφραστον, ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν Σοφ. Τρ. 694, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 60. ΙΙΙ. [[ἀσυνάντητος]], [[ἀκοινώνητος]], «ᾧ οὐκ ἔστιν ἀπαντῆσαι» (Εὐστ. 1405, 57), Σοφ. Ἀποσπ. 350. | |lstext='''ἀσύμβλητος''': -ον, ὁ μὴ συγκρινόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ, νὰ παραβάλῃ πρὸς ἕτερον, [[ἀπαράβλητος]], πλὴν τοῦ πάσας τὰς μονάδας [[εἶναι]] ἀσυμβλήτους Ἀριστ. Μεταφ. 12. 6, 2 καὶ 4· ἐπὶ μέτρων καὶ σταθμῶν, μὴ παραβεβλημένος, [[ἀσύμφωνος]] πρὸς τὸ [[πρότυπον]] ἢ [[ἐπίσημον]] βάρος ἢ [[μέτρον]], [[ὅπως]] μηθεὶς τῶν πωλούντων τι ἢ ὠνουμένων ἀσυμβλήτῳ μέτρῳ ἢ σταθμῷ χρῆται, ἀλλὰ δικαίοις Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 17· ἀσ. [[πρός]]... Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 83· πρβλ. κ. Ἡσύχ. ἐν λέξει. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, [[ἀκατάληπτος]], [[δέρκομαι]] φάτιν ἄφραστον, ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν Σοφ. Τρ. 694, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 60. ΙΙΙ. [[ἀσυνάντητος]], [[ἀκοινώνητος]], «ᾧ οὐκ ἔστιν ἀπαντῆσαι» (Εὐστ. 1405, 57), Σοφ. Ἀποσπ. 350. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |